φιλοκαλέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοκᾰλέω''': εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. [[περί]] τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· [[ὡσαύτως]], φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ [[φιλοτιμέομαι]], μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) [[ἐξεργάζομαι]], [[καλλύνω]], [[καθαρίζω]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[τολύπευμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12.
|lstext='''φῐλοκᾰλέω''': εἶμαι φίλος τοῦ καλοῦ, τοῦ ὡραίου, καταγίνομαι εἰς τὰς καλάς, τὰς ὡραίας τέχνας, Θουκ. 2. 40· προσπαθῶ νὰ κάμω καλὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1044D· φ. [[περί]] τι Ἰώσηπ. κ. Ἀπ. 1. 12, πρβλ. Στράβ. 640· [[ὡσαύτως]], φιλ. τι Διόδ. 20. 37. 2) ὡς τὸ [[φιλοτιμέομαι]], μετ’ ἀπαρεμφ., Πλουτ. Ἀλέξ. 25· εἴς τι Διόδ. 1. 66. 3) [[ἐξεργάζομαι]], [[καλλύνω]], [[καθαρίζω]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[τολύπευμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. κορῶν, Ἐτυμ. Μέγ. 761. 50, Σχόλ. εἰς Δημ. 313. 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φιλοκαλήσω, <i>ao.</i> ἐφιλοκάλησα, <i>pf.</i> πεφιλοκάληκα;<br /><b>1</b> aimer les belles choses;<br /><b>2</b> mettre son amour-propre à, mettre tout son soin à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλόκαλος]].
}}
}}