σύνναος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύννᾱος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· [[μετὰ]] γεν., [[συνίερος]] καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος [[αὐτόθι]] 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· [[μετὰ]] δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου [[ταύτῃ]] (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.
|lstext='''σύννᾱος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· [[μετὰ]] γεν., [[συνίερος]] καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος [[αὐτόθι]] 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· [[μετὰ]] δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου [[ταύτῃ]] (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />honoré dans un même temple avec, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ναός]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννᾱος Medium diacritics: σύνναος Low diacritics: σύνναος Capitals: ΣΥΝΝΑΟΣ
Transliteration A: sýnnaos Transliteration B: synnaos Transliteration C: synnaos Beta Code: su/nnaos

English (LSJ)

ον,

   A having the same temple, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230 (Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.

German (Pape)

[Seite 1027] zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σύννᾱος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· μετὰ γεν., συνίερος καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος αὐτόθι 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· μετὰ δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου ταύτῃ (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
honoré dans un même temple avec, gén..
Étymologie: σύν, ναός.