συνερανίζω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνερᾰνίζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]], τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων [[ὄχλος]], συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3. | |lstext='''συνερᾰνίζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]], τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων [[ὄχλος]], συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rassembler l’argent d’une cotisation ; <i>simpl.</i> rassembler, réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρανίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ίσω Plu.2.963b: pf. -ηράνικα Phld.Vit.p.24J.:— join in contributing, contribute jointly, τὰς χρείας ἀλλήλοις App.BC 2.9, cf. D.L.4.38:—Med., receive contributions, Plu.Ages.35. II collect, gather, τινας Phld. l.c., Luc.Lex.17; παραδείγματα Plu.2.963b:— Med., ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς ῥήματα Them.Or.21.252d:—Pass., αἱ . . ἐκ πλειόνων -ισμέναι δυνάμεις Ph.1.386; συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων (v.l. σύγκλυδος) ὄχλου collected by chance contributions from... Pl.Ax. 369a, cf. D.H.Isoc.3, S.E.M.7.295, Gal.14.676, 18(1).193.
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνίζω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω, τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., δέχομαι συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων ὄχλος, συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
rassembler l’argent d’une cotisation ; simpl. rassembler, réunir.
Étymologie: σύν, ἐρανίζω.