συναναλίσκω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, [[ἀναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους [[ἅλας]] σ., [[καταναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] τὸ παροιμιῶδες [[ἅλας]], δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6,
|lstext='''συνᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, [[ἀναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους [[ἅλας]] σ., [[καταναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] τὸ παροιμιῶδες [[ἅλας]], δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6,
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> dépenser ensemble;<br /><b>2</b> assister qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}