3,274,313
edits
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, [[ἀναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους [[ἅλας]] σ., [[καταναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] τὸ παροιμιῶδες [[ἅλας]], δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6, | |lstext='''συνᾰνᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, [[ἀναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους [[ἅλας]] σ., [[καταναλίσκω]] [[ὁμοῦ]] τὸ παροιμιῶδες [[ἅλας]], δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς [[σύντροφος]] [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν [[χάριν]] ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6, | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> dépenser ensemble;<br /><b>2</b> assister qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλίσκω]]. | |||
}} | }} |