τέσσαρες: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέσσᾰρες''': οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γενικ. ων· δοτικ. τέσσαρσι Θουκ. 2. 21, Ξεν., κλπ.· ποιητικ. τέτρᾰσι Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ― νεώτερ. Ἀττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· καὶ τάρων ἀντὶ τεττάρων, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11· ― παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, τέσσερες, τέσσερα, δοτικ. τέσσερσι Ἡρόδ. 6, 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741. 15, κ. ἀλλ. ― Δωρικ. [[τέτορες]], τέτορα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696, Φωκυλ. 3, Σιμωνίδ. 91, Ἐπίχ. 100 Ahr., Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 10, κ. ἀλλ. ― Αἰολικ. καὶ Ἐπικ. [[πίσυρες]], πίσυρα Ἰλ. Ο. 680, Ὀδ. Ε. 70· ― Βοιωτ. [[πέτταρες]], α, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 38. Τέσσαρες, κοινῶς «τέσσερες», Ὅμηρ., κλπ. πρβλ. [[διαπασῶν]]. (Πρὸς τὸ τέσσαρες, πρβλ. Σανσκρ. Ќatur, Ќatvâr-as· Λατ. quatuor (Ὀσκ. petur, πρβλ. Αἰολικ. [[πίσυρες]], Οὐαλλικ. pedwar)· Λιθ. ketur-i· Γοτθ. fidvôr· Ἀρχ. Γερμαν. fior (vier, Ἀγγλ. four)· πρβλ. [[τέταρτος]] ἐν τέλει.
|lstext='''τέσσᾰρες''': οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γενικ. ων· δοτικ. τέσσαρσι Θουκ. 2. 21, Ξεν., κλπ.· ποιητικ. τέτρᾰσι Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ― νεώτερ. Ἀττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· καὶ τάρων ἀντὶ τεττάρων, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11· ― παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, τέσσερες, τέσσερα, δοτικ. τέσσερσι Ἡρόδ. 6, 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741. 15, κ. ἀλλ. ― Δωρικ. [[τέτορες]], τέτορα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696, Φωκυλ. 3, Σιμωνίδ. 91, Ἐπίχ. 100 Ahr., Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 10, κ. ἀλλ. ― Αἰολικ. καὶ Ἐπικ. [[πίσυρες]], πίσυρα Ἰλ. Ο. 680, Ὀδ. Ε. 70· ― Βοιωτ. [[πέτταρες]], α, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 38. Τέσσαρες, κοινῶς «τέσσερες», Ὅμηρ., κλπ. πρβλ. [[διαπασῶν]]. (Πρὸς τὸ τέσσαρες, πρβλ. Σανσκρ. Ќatur, Ќatvâr-as· Λατ. quatuor (Ὀσκ. petur, πρβλ. Αἰολικ. [[πίσυρες]], Οὐαλλικ. pedwar)· Λιθ. ketur-i· Γοτθ. fidvôr· Ἀρχ. Γερμαν. fior (vier, Ἀγγλ. four)· πρβλ. [[τέταρτος]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ες, α ; <i>gén.</i> άρων, <i>dat.</i> αρσι, <i>acc.</i> αρας, ας, α;<br />quatre.<br />'''Étymologie:''' p. *τέτϜαρες, <i>myc.</i> qetore, <i>lat.</i> quatuor, <i>skr.</i> katvaras.
}}
}}