ὦσις: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὦσις''': -εως, ἡ, = [[ὤθησις]], κοινῶς, «σπρώξιμον», Ἱππ. Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 3, π. Ψυχ. 3. 10, 9. ΙΙ. [[κτύπημα]] δι’ ὤσεως, οἱ δὲ πληγὰς (ποιοῦσιν), οἱ δὲ ὤσεις Πλούτ. 5. 916D.
|lstext='''ὦσις''': -εως, ἡ, = [[ὤθησις]], κοινῶς, «σπρώξιμον», Ἱππ. Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 3, π. Ψυχ. 3. 10, 9. ΙΙ. [[κτύπημα]] δι’ ὤσεως, οἱ δὲ πληγὰς (ποιοῦσιν), οἱ δὲ ὤσεις Πλούτ. 5. 916D.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />heurt, coup.<br />'''Étymologie:''' [[ὠθέω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὦσις Medium diacritics: ὦσις Low diacritics: ώσις Capitals: ΩΣΙΣ
Transliteration A: ō̂sis Transliteration B: ōsis Transliteration C: osis Beta Code: w)=sis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ὤθησις, thrusting, pushing, Hp.Aph.3.26(pl.); opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a17, de An.433b25; of an injury to the skull, depression, Gal. ap. Orib.46.21.1: pl., thrusts, Plu.2.916d, Procl.in Ti. 1.297 D., al.

German (Pape)

[Seite 1421] ἡ, = ὤθησις, das Stoßen, der Stoß, Plut. qu. nat. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ὦσις: -εως, ἡ, = ὤθησις, κοινῶς, «σπρώξιμον», Ἱππ. Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 3, π. Ψυχ. 3. 10, 9. ΙΙ. κτύπημα δι’ ὤσεως, οἱ δὲ πληγὰς (ποιοῦσιν), οἱ δὲ ὤσεις Πλούτ. 5. 916D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
heurt, coup.
Étymologie: ὠθέω.