ὑμήν: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑμήν''': -ένος, ὁ, [[λεπτὸν]] δέρμα, μεμβρᾶνα, οἵα ἡ περὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ περὶ τὴν καρδίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16., 3. 13, 2, κ. ἀλλ.· ἡ περὶ τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 7. 7, 2· ἡ περὶ τὰ ἔντερα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 11, 1· ὑ. [[περικάρδιος]], τὸ περικάρδιον, ὑ. [[περιτόναιος]], τὸ περιτόνα ον, [[Πολυδ]]. Β΄, 217, 224 ὑμὴν [[ὑγρός]], ὁ [[μέγας]] [[τένων]] ὁ κατὰ νῶτα τοῦ ἰχθύος ἀντακαίου, ὃς ξηραινόμενος ἠδύνατο νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάστιξ]], Αἰλ. π. Ζ. 14. 26 μεμβρᾶνά τις τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1· αἱ πτέρυγες τῶν ἐντόμων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 5· κτλ. 2) [[περικάλυμμα]] τοῦ σπόρου φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, Γεωπ. 3) λεπτὴ πλὰξ μετάλλου, Φίλων, πρβλ. Ἀθήν. 230D. 4) μεμβρᾶνα πρὸς γραφήν, Ἀριστέας π. τῶν Ἑβδ. - Ἐν «Ναννίῳ» τοῦ Εὐβούλ. 1. 5 ὁ Πόρσ. διώρθωσεν ὕφεσιν ἀντὶ ὑμέσιν. | |lstext='''ὑμήν''': -ένος, ὁ, [[λεπτὸν]] δέρμα, μεμβρᾶνα, οἵα ἡ περὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ περὶ τὴν καρδίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16., 3. 13, 2, κ. ἀλλ.· ἡ περὶ τὸ [[ἔμβρυον]], [[αὐτόθι]] 7. 7, 2· ἡ περὶ τὰ ἔντερα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 11, 1· ὑ. [[περικάρδιος]], τὸ περικάρδιον, ὑ. [[περιτόναιος]], τὸ περιτόνα ον, [[Πολυδ]]. Β΄, 217, 224 ὑμὴν [[ὑγρός]], ὁ [[μέγας]] [[τένων]] ὁ κατὰ νῶτα τοῦ ἰχθύος ἀντακαίου, ὃς ξηραινόμενος ἠδύνατο νὰ χρησιμεύσῃ ὡς [[μάστιξ]], Αἰλ. π. Ζ. 14. 26 μεμβρᾶνά τις τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1· αἱ πτέρυγες τῶν ἐντόμων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 5· κτλ. 2) [[περικάλυμμα]] τοῦ σπόρου φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, Γεωπ. 3) λεπτὴ πλὰξ μετάλλου, Φίλων, πρβλ. Ἀθήν. 230D. 4) μεμβρᾶνα πρὸς γραφήν, Ἀριστέας π. τῶν Ἑβδ. - Ἐν «Ναννίῳ» τοῦ Εὐβούλ. 1. 5 ὁ Πόρσ. διώρθωσεν ὕφεσιν ἀντὶ ὑμέσιν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ένος (ὁ) :<br />membrane, pellicule qui enveloppe les organes du corps ; [[ὑγρός]] ÉL le grand cartilage de certains poissons.<br />'''Étymologie:''' R. Συ > Ὑ, envelopper, enfermer ; cf. <i>lat.</i> suo. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A thin skin, membrane, caul, of those which enclose the brain and heart, Arist.HA494b29, 519b4, al.; the foetus, ib. 586a20, Sor.1.57, Porph.Gaur.10.3; the bowels, Arist.PA673b4; the eye, Sor.1.103, Gal.UP10.7,9; ὑ. περικάρδιος the pericardium, ὑ. περιτόναιος the peritoneum, Poll.2.217, 224; ὑ. ὑγρός the large dorsal sinew of cartilaginous fish, Ael.NA14.26; the membrana nictitans of birds, Arist.PA657a30; the wing of insects, ib.682b18. 2 capsule or seed-vessel of plants, Thphr.HP1.11.2, Gp.5.2.11; ὁ ἔξωθεν ὑ., opp. ἡ ἔνδοθεν σάρξ, of a date, Sor.2.13. 3 thin plate of metal, Ph.1.503, Ath.6.230d. 4 parchment, Aristeas 176, J.AJ12.2.11 (pl.). 5 in Eub 67.5 Pors. restored ὕφεσιν for ὑμέσιν. [ῠ A.R.4.1648.]
German (Pape)
[Seite 1178] ένος, ὁ (s. nom. pr.), wie ὑμέναιος, der Hochzeitsgesang [υ bei den griechischen Dichtern immer lang]. ένος, ὁ, Haut, Häutchen; Arist. H. A. 3, 13 u. bes. Med., z. B. περικάρδιος, Herzbeutel, ὁ περιτόναιος, das Bauchfell, ὑμὴν ὑγρός, die große Rückensehne der Knorpelfische, Ael. H. A. 14, 21. – Uebh. Hülle, Gewand, Decke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμήν: -ένος, ὁ, λεπτὸν δέρμα, μεμβρᾶνα, οἵα ἡ περὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ περὶ τὴν καρδίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16., 3. 13, 2, κ. ἀλλ.· ἡ περὶ τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 7. 7, 2· ἡ περὶ τὰ ἔντερα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 11, 1· ὑ. περικάρδιος, τὸ περικάρδιον, ὑ. περιτόναιος, τὸ περιτόνα ον, Πολυδ. Β΄, 217, 224 ὑμὴν ὑγρός, ὁ μέγας τένων ὁ κατὰ νῶτα τοῦ ἰχθύος ἀντακαίου, ὃς ξηραινόμενος ἠδύνατο νὰ χρησιμεύσῃ ὡς μάστιξ, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26 μεμβρᾶνά τις τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1· αἱ πτέρυγες τῶν ἐντόμων, αὐτόθι 4. 6, 5· κτλ. 2) περικάλυμμα τοῦ σπόρου φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, Γεωπ. 3) λεπτὴ πλὰξ μετάλλου, Φίλων, πρβλ. Ἀθήν. 230D. 4) μεμβρᾶνα πρὸς γραφήν, Ἀριστέας π. τῶν Ἑβδ. - Ἐν «Ναννίῳ» τοῦ Εὐβούλ. 1. 5 ὁ Πόρσ. διώρθωσεν ὕφεσιν ἀντὶ ὑμέσιν.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
membrane, pellicule qui enveloppe les organes du corps ; ὑγρός ÉL le grand cartilage de certains poissons.
Étymologie: R. Συ > Ὑ, envelopper, enfermer ; cf. lat. suo.