τιθαιβώσσω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθαιβώσσω''': ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, [[ἀποθησαυρίζω]] τὴν τροφὴν δηλ. τὸ [[μέλι]], Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. [[παρέχω]] τροφήν, [[τρέφω]], [[περιθάλπω]], τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, [[τίτθη]], [[τιθήνη]], [[τιθασός]], κλπ.)
|lstext='''τῐθαιβώσσω''': ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, [[ἀποθησαυρίζω]] τὴν τροφὴν δηλ. τὸ [[μέλι]], Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. [[παρέχω]] τροφήν, [[τρέφω]], [[περιθάλπω]], τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, [[τίτθη]], [[τιθήνη]], [[τιθασός]], κλπ.)
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />construire des rayons <i>en parl. d’abeilles</i>.<br />'''Étymologie:''' pê de la R. Θαβ, travailler = <i>lat.</i> Fab de faber, avec redoubl.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθαιβώσσω Medium diacritics: τιθαιβώσσω Low diacritics: τιθαιβώσσω Capitals: ΤΙΘΑΙΒΩΣΣΩ
Transliteration A: tithaibṓssō Transliteration B: tithaibōssō Transliteration C: tithaivosso Beta Code: tiqaibw/ssw

English (LSJ)

of bees,

   A store up honey, Od.13.106.    2 generally, store up, put away, ἔνδοθι γωρυτοῖο τιθαιβώσσουσα κάλυψε Antim. in PMilan.17.37 (glossed τιθεῖσα καὶ ἀποθησαυρίζουσα ibid.).    II supply with food, foster, cherish, τέκνα τ. Nic.Th.199: metaph., γύας τ. ἀρδηθμῷ Lyc.622.

German (Pape)

[Seite 1109] 1) bauen u. nisten; ἔνθα δ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι, Od. 13, 106, Honig bauen; von Hühnern, Nic. Th. 109. – 2), nähren, fruchtbar machen, Lycophr. 622. – Die Alten leiten es fälschlich von τιθέναι βόσιν ab, es hängt wohl mit τίτθη, τιθήνη u. ä. zusanmen.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαιβώσσω: ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, ἀποθησαυρίζω τὴν τροφὴν δηλ. τὸ μέλι, Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. παρέχω τροφήν, τρέφω, περιθάλπω, τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, τίτθη, τιθήνη, τιθασός, κλπ.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
construire des rayons en parl. d’abeilles.
Étymologie: pê de la R. Θαβ, travailler = lat. Fab de faber, avec redoubl.