χορηγεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορηγεῖον''': τό, ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ [[ὅπως]] λάβωσι [[μέρος]] εἰς τὴν [[δημοσίᾳ]] γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) [[καθόλου]], Σχολεῖον, [[Πολυδ]]. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[ταμεῖον]], Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι [[χορήγιον]], καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ [[ἴσως]] αὕτη [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
|lstext='''χορηγεῖον''': τό, ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ [[ὅπως]] λάβωσι [[μέρος]] εἰς τὴν [[δημοσίᾳ]] γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) [[καθόλου]], Σχολεῖον, [[Πολυδ]]. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[ταμεῖον]], Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι [[χορήγιον]], καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ [[ἴσως]] αὕτη [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> lieu où le chœur s’habillait et s’exerçait;<br /><b>2</b> magasin d’habillements et de décors;<br /><b>3</b> approvisionnement pour une armée <i>au pl.</i><br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγεῖον Medium diacritics: χορηγεῖον Low diacritics: χορηγείον Capitals: ΧΟΡΗΓΕΙΟΝ
Transliteration A: chorēgeîon Transliteration B: chorēgeion Transliteration C: chorigeion Beta Code: xorhgei=on

English (LSJ)

τό,

   A = χορήγιον, the school in which a chorus was trained for public performance, Phryn.PSp.126 B.    2 generally, school, Epich.13,104.    II treasury, revenue, τὸ Διονυσίου χ. Aristox. Fr.Hist.15.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγεῖον: τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ ὅπως λάβωσι μέρος εἰς τὴν δημοσίᾳ γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) καθόλου, Σχολεῖον, Πολυδ. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ταμεῖον, Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι χορήγιον, καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ ἴσως αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu où le chœur s’habillait et s’exerçait;
2 magasin d’habillements et de décors;
3 approvisionnement pour une armée au pl.
Étymologie: χορηγός.