κατευθύνω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 22:30, 8 February 2013
English (LSJ)
poet. impf.
A κατευθύνεσκον IGRom.4.507b (Pergam.):—make or keep straight, τὴν πτῆσιν Arist.IA710a2; ναῦν τῷ πηδαλίῳ D.Chr.13.18; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—Pass., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Pl.Ti.44b. 2 guide, direct, τὰς φύσεις Id.Lg. 809a; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib.847a; [τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ Arist.HA610a28; [ναῦν] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18; τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Plu.Cam.42; πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους Id.2.20d; τὴν ψυχήν ib.780b; τὸν λόγον πρός τι Gal.17(2).362. 3 κ. τινός demand an account from one, condemn, Pl.Lg. 945a, cf. IG22.1183.10 (prob.), Poll.8.22. II intr., make straight towards, κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς LXX 1 Ki.6.12; κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plu.Alex.33. 2 prosper, LXX Si.29.18: c. gen., succeed in doing... οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως ib.Jd.12.6. 3 οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.