μεθαρμόζω: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(8) |
(No difference)
|
Revision as of 23:09, 8 February 2013
English (LSJ)
later Att. μεθαρμόττω,
A dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose, δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr.311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν E.Alc.1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι AP7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι AP9.584.12: c. gen., from a certain condition, Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4, etc.; adapt oneself, μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53; πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.