ὁπλίζω: Difference between revisions
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 23:36, 8 February 2013
English (LSJ)
aor. ὥπλισα, Ep. ὥπλισσα (v. infr.): pf. ὥπλικα (παρ-) D.S.4.10 : plpf.
A ὡπλίκει D.C.78.6:—Med., fut. -ίσομαι (ἐφ-) AP9.39 (Music.), -ιοῦμαι Sch.Il.13.20 : aor. ὡπλισάμην, Ep. ὁπλίσσατο (v.l. ὡπλ-) Od.2.20:—Pass., aor. ὡπλίσθην Hdt.2.152, etc., Ep.3pl. ὅπλισθεν Od.23.143: pf.ὥπλισμαι E.Ba.733, etc.—Hom. usu.uses the augm., but codd. have ὁπλισάμεσθα Od.4.429, ὅπλισθεν 23.143 (v.l. ὥ-): (ὅπλον, cf. ὁπλέω, ὅπλομαι):—make or get ready, in Hom. of meats and drink, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ Il.11.641 ; ὅπλισσόν τ' ἤϊα Od.2.289 ; δαῖθ' ὁ. E.Ion852:—Med, δόρπον or δεῖπνον ὁπλίζεσθαι make oneself a meal ready, Od.2.20,16.453, Il.11.86 ; ὡπλίσσατο λύχνον Emp.84.1 ; ὁ. θυσίαν θεοῖς cause it to be prepared, E.Ion1124. 2 of chariothorses, get ready, harness, equip, αὐτὰρ ὅ γ' υἷας ἄμαξαν . . ὁπλίσαι ἠνώγει Il.24.190 (so in Med., prepare or get ready for oneself, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ' ἵππους 23.301) ; ὥπλιζον ἵππους προμετωτιδίοις X.Cyr.6.4.1 :— Pass., of ships, νῆες . . ὁπλίζονται Od.17.288 ; of any implements, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη ready for use, A.Th.433 ; θώρακα . . περιβόλοις ὡπλισμένον furnished with, E.Ion993. 3 of persons, esp. of soldiers, equip, arm, Hdt.1.127, E.Ion980, etc.; also, train, exercise soldiers, Hdt.6.12 : in Att. Prose, arm or equip as ὁπλῖται, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα Th.3.27, cf. 6.100 (Pass.), Lys.31.15, etc.:—Med. and Pass., make oneself ready, prepare or equip oneself, get ready, ἀλλ' ὅ γ' ἄρ' ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Od.14.526 ; ὅπλισθεν (for ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες the women got ready [for dancing], 23.143 ; Τρῶες . . ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο were arming, Il.8.55 ; ἀλλ' ὁπλιζώμεθα θᾶσσον Od.24.495 ; χαλκῷ ὁπλισθέντας Hdt.2.152 ; κατάπερ Κόλχοι ὡπλισμένοι Id.7.79 ; χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Pl.R.551e ; ὁπλίζου, καρδία E.Med.1242 : c. inf., τοὶ δ' ὡπλίζοντο . . νέκυάς τ' ἀγέμεν, ἕτεροι δὲ μεθ' ὕλην Il.7.417 ; βουσφαγεῖν ὡπλίζετο E.El.627:—in Med., also c. acc., ὁπλίζεσθαι χέρα arm one's hand, Id.Or.926 (in Act., Id.Alc.35 (anap.)); ὁπλίζεσθαι θράσος arm oneself with boldness, S.El. 996, cf. AP5.92, 1 Ep.Pet.4.1: freq. c. dat. instrum., ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας E.Or.1223, cf. Ph.267 ; θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Id.Ba.733.