ὀργή: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(9) |
(No difference)
|
Revision as of 23:37, 8 February 2013
English (LSJ)
ἡ,
A natural impulse or propensity (v. ὀργάω II): hence, temperament, disposition, mood, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν Hes.Op. 304, cf. Thgn.98,214,964, etc. ; ὀργὴν ἄλλοτ' ἀλλοίην ἔχει Semon.7.11 ; so μείλιχος, γλυκεῖα ὀργά, Pi.P.9.43,I.2.35 ; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ παρμένων Id.P.1.89 ; ὀργῆς τραχύτης A.Pr.80 ; ὠμή, ἀτέραμνος ὀργή, Id.Supp.187, Pr.192, etc. ; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι of 'a mind diseased', ib.380: so in pl., h.Cer.205, Pi.I.5(4).34 ; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Id.P.2.77 ; κνωδάλων ἔχοντες ὀργάς A.Supp.763 ; ἀστυνόμοι ὀργαί social dispositions, S.Ant.356 (lyr., cf. σύντροφος 3); ὀργαὶ ἤπιοι E.Tr.53 : also in Prose, διεπειρᾶτο αὐτῶν τῆς τε ἀνδραγαθίης καὶ τῆς ὀργῆς Hdt.6.128 ; οὐ τῇ αὐτῇ ὀ. ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν τῷ ἔργῳ πράσσοντας Th.1.140 ; τῇ ὀ . . . χαλεπῇ ἐχρῆτο ib.130 ; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι suit one's moods to another, Id.8.83, cf. Cratin.230 ; ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀ. τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ Th.3.82 ; τὴν τῶν πολλῶν . . συνιόντων ὀ . . . σοφίαν ἡγούμενος Pl.R.493d. II anger, wrath, ὀργῇ χρῆσθαι to be in a passion, Hdt.6.85, S.OT1241; ὀργὴν ποιήσασθαι Hdt.3.25 ; ὀργὴν ποιεῖσθαι εἰ . . Th.4.122 ; ὀργῇ χάριν δοῦναι S.OC855 ; ὀργῇ εἶξαι, χαρίζεσθαι, E.Hel.80, Fr.31 ; ὀργὴν ἔχειν τινί Ar.Pax659 (but ὀ. ἔχει involves anger, D.10.44); δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.5.46 ; ἐν ὀργῇ ἔχειν, ποιεῖσθαί τινα, Id.2.65, D.1.16 ; οὐ τίθεται ταῦτα παρ' ὑμῖν εἰς . . ἣν προσῆκεν ὀ. Id.18.138 ; εἰς ὀργὴν πεσεῖν E.Or.696, etc. ; ὀργῇ περιπεπτωκέναι D.Ep.2.14; ἀνιέναι τῆς ὀργῆς, ὀργὴν χαλᾶν, remit one's anger, be pacified, Ar.Ra.700, V.727; ὀ. κατέχειν Philem.185 ; ὀργῆς κρατεῖν Men.574 ; ὀ. ἐμποιεῖν τινι make one angry, Pl.Lg.793e ; ὀργῆς τυγχάνειν to be visited with anger, D. 21.175, etc.; ὀργὴν ἄκρος quick to anger, passionate, Hdt.1.73: in pl., ὀργὰς ἀφιέναι A.Pr.317; φαίνειν Id.Ch.326 (lyr.), al. 2 Adverbial usages, ὀργῇ in anger. in a passion, Hdt.1.61,114, S.OT405, etc. ; ὀργᾷ περιόργῳ A.Ag.216(lyr.); δι' ὀργῆς S.OT807, Th.2.11 ; δι' ὀργάν A.Eu.981 (lyr.) ; ἐξ ὀργῆς S.Ant.766 ; κατ' ὀργήν Id.Tr.933, etc.; μετ' ὀργῆς Isoc.2.23, Pl.Ap.34d ; μετὰ τῆς ὀ. D.21.76 ; πρὸς ὀργήν S. El.369, Ar.Ra.844, Th.2.65 ; ὀργῆς χάριν, ὀ. ὕπο, E.Andr.688, IA 335. 3 c. gen., Πανὸς ὀργαί visitations of Pan's wrath, Id.Med. 1172 ; but b c. gen. objecti, ὀργή τινος anger at or because of a thing, S.Ph.1309 (cj.), Lys.12.20 ; ὀ. τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους Plu.Them.9 ; ἀπύρων ἱερῶν ὀργάς A.Ag.71 (anap.). 4 v. ὀργάς 2.—Not in Hom., who uses θυμός instead ; once in Hes.; freq. in Eleg. and Lyr. and in Ion. and Att. Prose.