ἀναλύω: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> délier : [[ἱστόν]] OD défaire une trame ; [[ἐκ]] δεσμῶν τινα OD dégager qqn de ses liens ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. τινὰ καταδίκης ÉL absoudre qqn d’une accusation;<br /><b>2</b> dissoudre;<br /><b>3</b> analyser ; examiner en détail;<br /><b>4</b> résoudre (un problème);<br /><b>5</b> détruire, abolir : [[ἀν]]. εὐχήν LUC faire qu’une prière reste sans effet;<br /><b>6</b> <i>abs.</i> lever l’ancre ; partir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[λύω]]. | |btext=<b>1</b> délier : [[ἱστόν]] OD défaire une trame ; [[ἐκ]] δεσμῶν τινα OD dégager qqn de ses liens ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. τινὰ καταδίκης ÉL absoudre qqn d’une accusation;<br /><b>2</b> dissoudre;<br /><b>3</b> analyser ; examiner en détail;<br /><b>4</b> résoudre (un problème);<br /><b>5</b> détruire, abolir : [[ἀν]]. εὐχήν LUC faire qu’une prière reste sans effet;<br /><b>6</b> <i>abs.</i> lever l’ancre ; partir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[λύω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[part]]. [[ἀλλύουσα]], ipf. iter. [[ἀλλύεσκεν]], aor. ἀνέλῦσαν, [[mid]]. fut. ἀναλύσεται: [[unite]], [[unravel]]. (Od.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:22, 15 August 2017
English (LSJ)
(A),
A cause to wander, unsettle, βασιλέα Philostr.VA5.35.
ἀνα-λύω (B), Ep. ἀλλύω ( ἀνλύω Hymn.Is.145): (v. λύω for the tenses and prosody: Hom. has ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε with ῡ):—
A unloose, undo, of Penelope's web, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.105; ἀλλύουσαν . . ἀγλαὸν ἱστόν ib.109, etc.; ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ib. 9.178, etc. 2 unloose, set free, ἐμὲ δ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν ib. 12.200 (never in Il.), cf. Ant.Lib.22.4; ὀφθαλμόν, φωνάν Pi.N.10.90; τινὰ καταδίκης Ael.VH5.18. 3 Medic., relax, in Pass., Arist. GA728a15, Men.213, Dsc.5.3. II undo in various senses: 1 unloose, ζώνην Call.Del.237; in Med., unwind a cocoon, Arist. HA551b14. 2 Astrol., nullify, of planetary influence, Ptol. Tetr. 133 (Pass.). 3 dissolve matter into its elements, ἐς αὐτὰ ταῦτα Ti.Locr.102d:—Pass., of snow, melt, Plu.2.898a. b resolve into its elements, οὐ καλὸν ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.-Phoc.102:— investigate analytically, διάγραμμα Arist.EN1112b20, Plu.2.792d, etc.:—Pass., Archim.Sph.Cyl.1.4; ὁ -όμενος τόπος the treasury of analysis, Papp.634.2; ἀναλύοντες καὶ ἀναλυόμενοι Dam.Pr.2; ἀ. τοὺς μύθους ἐς λόγους πιθανούς Jul.Or.2.74d. 4 in the Logic of Arist., reduce a syllogism, APr.47a4, al.; cf. ἀνάλυσις 1.4. 5 reduce, σχοινία εἰς ὀργυιάς Hero *Geom.5.8. 6 Gramm., resolve, κτητικὰ εἰς γενικάς A.D.Synt.292.17. 7 do away, cancel, μόρσιμ' ἀ. Ζεὺς οὐ τολμᾷ Pi.Pae.6.94, cf. D.21.218, Plu.Sol.25, etc.: mostly in Med., cancel faults, πάντα ταῦτα X.HG7.5.18; ἁμαρτίας D.14.34; ἀλλύοιτό κα τὸ χρέος discharge the debt, prob. in GDI1151 (Olymp.). 8 suspend, τὰ περὶ κυνηγέσιον X.Cyn.5.34. 9 solve the problem of a thing, τὸν Ἰνδὸν ἀ. trace its source, Plu.2.133c. 10 release from a spell, Luc.Vit.Auct.25, cf. Hsch.:—Pass., Men.Her.Fr.6. 11 relieve, Ptol.Tetr.133 (Pass.). III intr., loose from moorings, weigh anchor, and so, depart, go away, Plb.3.69.14, Babr.42.8, etc.: metaph., of death, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Epigr.Gr. 340.7 (Macestus): abs., die, Ep.Phil.1.23, IG14.1794; ἀ. ἐκ τοῦ ζῆν Diog.Oen.2. 2 return, Ev.Luc.12.36; ἐξ ᾅδου LXX Wi.2.1.
German (Pape)
[Seite 197] ion. u. Hom. ἀλλύω, 1) wieder auflösen, was geknüpft war, ἱστόν, die Fäden eines Gewebes, Od. 2, 105. 109; etwas angeknüpftes loslösen, losknüpfen, πρυμνήσια 9, 178 u. öfter in tmesi; vou Fesseln befreien, ἐμέ τ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν 12, 200; wie δέσμ' ἀναλῦσαι Ar. Pax 1038; vgl. ἀνελύσατο χαίτην Diosc. 15 (IX, 340); Pind. ἀνὰ δ' ἔλυσεν ὀφθαλμόν, er lös'te das vom Todesdunkel umfangene Auge, erlangte für ihn das Leben, N. 10, 90, übh. retten. In der Schiffersprache mit u. ohne ἄγκυραν, die Anker lichten, das Schiff losbinden, abfahren, u. allgemeiner auch zu Lande; vom Heere, weggehen, aufbrechen, ἀνέλυσαν ἐκ τῶν τόπων Pol. 2, 32; ἀνέλυε τὴν αὐτὴν ὁδόν, ἐν ᾑπερ ἧκε 4, 68; εἰς τόπον 5, 29, 8, u. so Sp. – 2) aufheben, zerstören, bes. Gesetze, Verfassungen abschaffen oder ändern (gewöhnlicher καταλύειν), Plut. Flam. 19; ἀναλύσοιτο ist pass., Xen. Hell. 7, 5, 18; ἁμαρτίας ἀναλύεσθαι, wieder gut machen, Dem. 14, 34; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 18. – 3) Schwierigkeiten lösen, Fragen beantworten, bes. von Aristot. an; auch geometrische Aufgaben, Plut. [υ bleibt kurz im perf. u. aor. pass., ist aber abweichend lang in den hom. Formen ἀλλύεσκεν u. ἀλλύουσα, u. bei Ap. Rh. 4, 150 in ἀνελύετο, wo υ in der Arsis steht.].
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλύω: Ἐπ. ἀλλύω· ἀνλύω Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 55: μέλλ. ἀναλύσω: (ἴδε λύω διὰ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὴν προσῳδίαν: ὁ Ὅμ. ἔχει ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε μετὰ ῠ). Λύω, «λύνω», διαλύω, ἐπὶ τοὺ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν, ἀνέλυεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, ὕφαινεν, Ὀδ. Β. 105· ἀλλύουσαν .. ἀγλαὸν ἱστόν, ἀναλύουσαν, αὐτόθι Β. 109, κτλ.· ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι αὐτόθι Ι. 178, κτλ. 2) ἀπολύω, ἀπελευθερῶ, ἐμέ τ’ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν αὐτόθι Μ. 200 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι)· ἀπαλλάσσω, «τὸ ἀναίτιον οὖν βρέφος ἀναλύοντες τῆς καταδίκης» Αἰλ. Π. Ἱ. 5. 18. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., λύω κατὰ διαφόρους ἐννοίας: 1) «λύνω», οὐδέποτε ζώνην ἀναλύεται Καλλ. εἰς Δῆλ. 237, κατὰ μέσ. τύπον, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 11. 2) ἀποδίδω εἰς νεκρὸν τὴν χρῆσιν τῶν ὀφθαλμῶν αὑτοῦ καὶ τῆς γλώσσης, ἀνὰ δ’ ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνάν χαλκομίτρα Κάστορος Πινδ. Ν. 10 ἐν τέλ. 3) διαλύω τὴν ὕλην εἰς τὰ συστατικὰ αὑτῆς ἢ στοιχεῖα, ἐς αὐτὰ ταῦτα Τίμ. Λοκρ. 102D: διαλύω, τήκω χιόνια, κττ., Πλούτ. 2. 898Α. β) ἀναλύω τι εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ἐξετάζω, Ψευδο-Φωκυλ. 96: - ἐρευνῶ τι ἀναλυτικῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3. 11. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἀναλύω συλλογισμὸν εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2, καὶ ἀλλ.: πρβλ. ἀνάλυσις Ι. 3. 5) ἀκυρῶ, διαγράφω, Δημ. 584. 16, πρβλ. 187. 25, Πλούτ., κτλ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μέσ. τύπον ἐξαλείφω, κάμνω τι νὰ λησμονηθῇ, ἐπὶ σφαλμάτων, πάντα ταῦτα Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18· ἁμαρτίας Δημ. 187. 24. 6) καταπαύω, διακόπτω, θέτω τέρμα εἴς τι, καὶ ὅταν ἀναγρία ἐμπίπτῃ, ἀναλύειν χρὴ τὰ περὶ κυνηγέσιον πάντα Ξεν. Κυν. 5. 34. 7) λύω πρόβλημα, κτλ., Πλούτ. 2. 792D, Βυττεμ. αὐτόθι 133Β. 8) λύω τὴν μαγγανείαν, «ξεμαγεύω», «πεφαρμάκευσ’, ὦ γλυκύτατε, ἀναλυθεὶς μόλις», «ξεμαγευθείς», Μένανδ. ἐν «Ἥρῳ» 4, πρβλ. Ἀλβέρτ. Ἡσύχ. σ. 330. ΙΙΙ. ἀμετάβ., λύω τὰ πρυμνήσια καλῴδια, αἵρω τὴν ἄγκυραν καὶ ἑπομ. ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Πολύβ. 3. 69. 14, Βαβρ. 42, 8, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 55, κτλ.: - μεταφ., ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 340. 7· ὅθεν καὶ ἀπολύτως, ἀποθνήσκω (πρβλ. ἀνάλυσις ΙΙ.), Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄, 23, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 713. 2) ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 36· ἐξ ᾅδου Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 1).
French (Bailly abrégé)
1 délier : ἱστόν OD défaire une trame ; ἐκ δεσμῶν τινα OD dégager qqn de ses liens ; fig. ἀν. τινὰ καταδίκης ÉL absoudre qqn d’une accusation;
2 dissoudre;
3 analyser ; examiner en détail;
4 résoudre (un problème);
5 détruire, abolir : ἀν. εὐχήν LUC faire qu’une prière reste sans effet;
6 abs. lever l’ancre ; partir.
Étymologie: ἀνά, λύω.
English (Autenrieth)
part. ἀλλύουσα, ipf. iter. ἀλλύεσκεν, aor. ἀνέλῦσαν, mid. fut. ἀναλύσεται: unite, unravel. (Od.)