ἀπάγω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπάξω, <i>ao.2</i> ἀπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I. 1</b> emmener : [[οἴκαδε]] OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT, ἀπὸ [[τοῦ]] προσώπου τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d’impiété ; ἀπάγειν [[εἰς]] τὸ [[δεσμωτήριον]] ESCHN, <i>abs.</i> ἀπάγειν emmener en prison;<br /><b>3</b> emmener à l’écart;<br /><b>4</b> emmener, conduire;<br /><b>II.</b> emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; <i>fig.</i> détourner qqn (d’un raisonnement, d’une hypothèse, <i>etc.</i>) ; distraire de : [[ἀπό]] τινος THC de qch;<br /><b>III.</b> <i>intr.</i> s’éloigner ; <i>impér.</i> [[ἄπαγε]] va-t’en;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγομαι;<br /><b>1</b> emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> emmener chez soi <i>ou</i> pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, <i>càd</i> prendre pour femme une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπάξω, <i>ao.2</i> ἀπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I. 1</b> emmener : [[οἴκαδε]] OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT, ἀπὸ [[τοῦ]] προσώπου τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d’impiété ; ἀπάγειν [[εἰς]] τὸ [[δεσμωτήριον]] ESCHN, <i>abs.</i> ἀπάγειν emmener en prison;<br /><b>3</b> emmener à l’écart;<br /><b>4</b> emmener, conduire;<br /><b>II.</b> emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; <i>fig.</i> détourner qqn (d’un raisonnement, d’une hypothèse, <i>etc.</i>) ; distraire de : [[ἀπό]] τινος THC de qch;<br /><b>III.</b> <i>intr.</i> s’éloigner ; <i>impér.</i> [[ἄπαγε]] va-t’en;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγομαι;<br /><b>1</b> emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> emmener chez soi <i>ou</i> pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, <i>càd</i> prendre pour femme une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=fut. ἀπάξω, aor. 2 ἀπήγαγον: [[lead]] or [[bring]] [[away]]; [[οἴκαδε]] (τινά), [[αὖτις]] πατρίδα γαῖαν, Il. 15.706, etc.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάγω Medium diacritics: ἀπάγω Low diacritics: απάγω Capitals: ΑΠΑΓΩ
Transliteration A: apágō Transliteration B: apagō Transliteration C: apago Beta Code: a)pa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead away, carry off, ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Od.18.278; ἀ. τινὰ ἐκτόπιον S.OT1340 (lyr.), cf.1521, etc.; προσάγειν... ἀπάγειν, bring near... hold far off, Arist.GC336a18; ἀ. ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν remove it, Thphr.HP7.6.2; τὸ ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ τραχήλου Plu.Ant. 12; οὐκ ἀπάξετε ταῦτα; stop this fooling! Jul.Or.7.225a:—Med., take away for or with oneself, παρθένον Hdt.1.196, cf. 4.80, Ar.Nu.1105, etc.; or that which is one's own, X.Cyr.3.1.37, etc.:—Pass., ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, tapering off, Hdt.7.64, cf. 2.28, Arist. PA658b30.    2 lead away, draw off troops, τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.1.164, cf. Th.1.28, al.; ἄπαγε τὸν ἵππον Ar.Nu.32.    b elliptically, retire, withdraw, Hdt.5.126, X.HG1.1.34, al.; 'go off', Apollod.Epit.3.3.    3 abduct, Aeschin.1.80, Luc.Tim.16:—Pass., πρὸς ὕβριν -εσθαι Id.Anach.13.    II bring back, bring home, Il.18.326; ἀπήγαγεν οἴκαδε Od.16.370, cf. S.Ph.941, X.An.1.3.14; ἀ. ὀπίσω Hdt.9.117.    III return, render what one owes, pay, τὸν φόρον Ar.V.707, cf. X.Cyr.2.4.12, Th.5.53; render service, honour, etc., κώμους πρὸς τάφον E.Tr.1184; θεωρίαν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b.    IV arrest and carry off, ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ Hdt.2.114, cf 6.81; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο E.Ba.439:—Pass., ἀπαχθέντας παρ' ἑωυτόν Hdt.6.119.    2 law-term, bring before a magistrate and accuse (cf. ἀπαγωγή 111), Antipho5.85; ἀσεβείας for impiety, D.22.27; ἀ. ὡς θεσμοθέτας Id.23.31; ἀ. τοῖς ἕνδεκα Id.24.113; τὴν ἐπὶ θανάτῳ -εσθαι Sch.Arist.Rh.1397a30ap.D.H.Amm.1.12.    3 carry off to prison, Pl.Grg.486a, Ar.Ach.57; εἰς τὸ δεσμωτήριον And.4.181, D.23.80, 35.47 (Pass.): abs., ὡς γόης ἀπαχθῆναι Pl.Men.80b; ἀπαχθείς Lys.25.15.    V lead away, divert from the subject, esp. by sophistry, ἀπὸ τοῦ ὄντος ἐπὶ τοὐναντίον Pl.Phdr.262b; ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως D.19.242; ἀ. τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης divert .., Th. 2.59; ἀπὸ δεινῶν ἀ. τὴν γνώμην ib.65.    b in Logic, reduce, εἰς ἀδύνατον Arist.APr.29b9:—impers. in Pass., ἀπῆκται ἄρα εἰς . . Papp. 798.11.    c in later Greek, reduce, drive an opposing disputant, ἐπὶ ψεῦδος S.E.P.2.233; εἰς ἀντίφασιν, εἰς ἄτοπον, Phlp.in APr. 21.31, 58.14:—Pass., εἰς ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25, cf. Phlp.in APr.129.2.    2 receive, ἀπ' ὄψεως . . τὰ δοξάζοντα ἀ. Pl.Phlb.39b.    3 separate, ἀπάγεται καὶ χωρίζεται Id.Phd.97b.    VI simply, carry, ἐν ἀριστερᾷ τόξον Id.Lg.795a.

German (Pape)

[Seite 274] (s. ἄγω), 1) ab-, wegführen, νόσφιν ἀπήγαγε Od. 4, 289; ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπήγαγε τὴν στρατιήν Her. 1, 164, abmarschiren lassen, wie Thuc. 1, 28. 7, 48; ἀπὸ τῆς πόλεως στράτευμα Xen. Cyr. 7, 5, 1; oft ohne στρατιάν, abziehen, z. B. Hell. 1, 1, 34; παρά τινα Her. 6, 119. – 2) zurück-, heimführen, Il. 18, 326; οἴκαδε Od. 15, 436; 16, 370; Plat. Legg. XII, 943 d; ἀπάγειν ὀπίσω Her. 9, 117. – 3) abtragen, was man zu bringen verpflichtet ist, z. B. φόρον Ar. Vesp. 707; δασμόν Xen. Cyr. 5, 3, 25; ἵππους 4, 5, 35; ὃ δέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον Thuc. 5, 53, vgl. ἀπαγινέω. Aehnl. θεωρίαν εἰς Δῆλον Plat. Phaed. 58 d u. Od. 18, 278 von Freiern, welche der Braut die schuldigen Geschenke darbringen, αὐτοὶ τοί γ' ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα, κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν. – 4) in athen. Gerichtssprache, anklagen, od. den auf der That, über einem offenkundigen Verbrechen Ertappten vor die Behörde schleppen u. verhaften, ἀπάγειν κλέπτην ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰληφώς Dem. 45, 81; λωποδύτην Lys. 13, 68; ὡς γόης Plat. Men. 80 b; ἐάν τις ἀπαχθῇ τῶν γονέων κακώσεως ἑαλωκώς Dem. 24, 105; εἰς δεσμωτήριον Lys. 12, 25. 26; Din. 2, 9; εἰς φυλακήν Pol. 5, 15. 16. 38 u. öfter; übh. mit Gewalt fortschleppen, μετὰ βίας εἰς οἶκον 12, 16; vgl. Harpocr. ἀπάγειν ἐπὶ τῶν κακούργων, ἀπήγοντο δὲ πρὸς τοὺς ἕνδεκα; so τοῖς ἕνδεκα Dem. 24, 113; zum Tode abführen, τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. ὁδόν; auch absolut, 19, 279. – 5) vom rechten Wege abführen, bes. durch sophistische Redekünste, ἐπὶ τοὐναντίον Plat. Phaedr. 262 b; ἄποθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος Aesch. 3, 100; ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Dem. 19, 242; τὸ πρᾶγμα ἀπὸ τῶν πεπραγμένων εἰς γέλωτα 54, 13; vgl. noch Thuc. 2, 59 a. E. – 6) intrans., so daß ἑαυτόν zu ergänzen, sich davonmachen, weggehen, Xen. Cyr. 7, 2, 5. Vgl. ἄπαγε. – Med., für sich wegführen, od. mit sich, Soph. Phil. 1018; οἰκέτας καὶ χρήματα Xen. An. 6, 4, 1; νεκρούς Hell. 4, 4, 13; zur Frau nehmen, κόραν Pind. P. 4, 123; παρθένον Her. 1, 196; γυναῖκα Xen. Cyr. 3, 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάγω: μέλλ. -άξω, ἄγω, ὁδηγῶ μακράν, ἁρπάζω, ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Ὀδ. Σ. 278· οὕτω παρὰ Τραγ., κτλ. Προσάγειν..., ἀπάγειν..., ἄγειν πλησίον…, ἀγειν μακράν…, Ἀριστ. Προβλ. 31. 25· ἀπ. ἀχλὺν ἀπ’ ὀφθαλμῶν, μετακινῶ, ἀφαιρῶ Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 7. 6, 2· τὸ ἱμάτιον τοῦ τραχήλου Πλουτ. Ἀντών. 12: - Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ ἢ δι’ ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 1. 196. 4. 80. Τραγ.· ἢ διότι εἶναι ἐμόν, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 37, κτλ.: - Παθ., ἐς ὀξύ ἀπηγμένας, ληγούσας εἰς ὀξύ, «μυτεράς», Ἡρόδ. 7. 64, πρβλ. 2. 28, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2.16, 1. 2) ὁδηγῶ μακράν, ἀποσύρω στρατόν, τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν, Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. 115, Θουκ. 1. 28, κ. ἀλλ.· οὕτως, ἀπ. κώμους πρὸς τάφον Εὐρ. Τρῳ. 1184· θεωρίαν εἰς Δῆλον Πλάτ. Φαίδων 58Β· ἄπαγε τὸν ἵππον Ἀριστοφ. Νεφ. 35. β) ἐλλειπτικῶς, ἀποσύρομαι, ἀναχωρῶ, Ἡρόδ. 5. 120, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 34, κ. ἀλλ., πρβλ. ἄπαγε. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, φέρω εἰς τὴν πατρίδα, Ἰλ. Σ. 326· ἀπήγαγεν οἴκαδε Ὀδ. Π. 370, πρβλ. Σοφ. Φ. 941, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· ἀπ. ὀπίσω Ἡρόδ. 9. 117. ΙΙΙ. ἐπιστρέφω, ἀποδίδω ὅ,τι ὀφείλω, πληρώνω, (ὡς τὸ ἀποδίδωμι, ἀποφέρω), τὸν φόρον Ἀριστοφ. Σφ. 707, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12, Θουκ. 5. 53, πρβλ. ἀπαγωγή ΙΙΙ. ΙV. συλλαμβάνω καὶ ἄγω διὰ τῆς βίας, ἀπάγετε αὐτὸν παρ’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 6. 81· δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Εὐρ. Βάκχ. 439: - Παθ., ἀπαχθέντας παρ’ ἑωυτόν Ἡρόδ. 6. 119. 2) ἰδίως ὡς Ἀττ. Νομικὸς ὅρος, ἄγω ἐνώπιον ἄρχοντος καὶ κατηγορῶ, (ἴδε ἀπαγωγὴ ΙΙΙ.), Ἀντιφῶν 139. 27· ἀσεβείας, δι’ ἀσέβειαν, Δημ. 601. 26· ἀπ. ὡς θεσμοθέτας ὁ αὐτ. 630. 16· ἀπ. τοῖς ἕνδεκα ὁ αὐτ. 736. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 35. 3) ἐντεῦθεν ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τοιαύτης ἐνεργείας, ἄγω εἰς τὴν φυλακήν, Πλάτ. Γοργ. 486Α, Δημ. 647. 2· εἰς τὸ δεσμωτήριον Ἀνδοκ. 31. 24, Δημ. 940. 4· ἀπολ., ὡς γόης ἀπαχθῆναι Πλάτ. Μένων 80Β· ἀπαχθείς Λυσ. 172. 34. V. ἐπὶ συζητήσεως, ἀπομακρύνω τὸν λόγον τοῦ προκειμένου, φέρω αὐτὸν μακρὰν τῆς ὑποθέσεως, ἰδίως διὰ σοφιστείας, ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε ἐπὶ τοὐναντίον Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἀπ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Δημ. 416. 24· ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, ἀποτρέψας, ἀποκλίνας, Θουκ. 2. 59· ἀπὸ δεινῶν ἀπ. τὴν γνώμην αὐτόθι 65. 2) ἀφαιρῶ, ἀποχωρίζω, ἀπ’ ὄψεως… τὰ δοξάζοντα ἀπ. Πλάτ. Φίλ. 39Β, πρβλ. Φαίδωνα 97Β. VI. ἁπλῶς φέρω, ἐν ἀριστερᾷ τόξον ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπάξω, ao.2 ἀπήγαγον, etc.
I. 1 emmener : οἴκαδε OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον PLUT, ἀπὸ τοῦ προσώπου τὸ ἱμάτιον PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;
2 t. de droit att. emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d’impiété ; ἀπάγειν εἰς τὸ δεσμωτήριον ESCHN, abs. ἀπάγειν emmener en prison;
3 emmener à l’écart;
4 emmener, conduire;
II. emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; fig. détourner qqn (d’un raisonnement, d’une hypothèse, etc.) ; distraire de : ἀπό τινος THC de qch;
III. intr. s’éloigner ; impér. ἄπαγε va-t’en;
Moy. ἀπάγομαι;
1 emmener avec soi, acc.;
2 emmener chez soi ou pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, càd prendre pour femme une jeune fille.
Étymologie: ἀπό, ἄγω.

English (Autenrieth)

fut. ἀπάξω, aor. 2 ἀπήγαγον: lead or bring away; οἴκαδε (τινά), αὖτις πατρίδα γαῖαν, Il. 15.706, etc.