ἀποπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέτομαι]].
|btext=s’envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέτομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[part]]. [[ἀποπτάμενος]], -ένη: [[fly]] [[away]], Il. 2.71, Od. 11.222.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπέτομαι Medium diacritics: ἀποπέτομαι Low diacritics: αποπέτομαι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: apopétomai Transliteration B: apopetomai Transliteration C: apopetomai Beta Code: a)pope/tomai

English (LSJ)

fut.

   A -πετήσομαι Ar.Pax1126: aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf. -πτάσθαι Hdt.7.13: also ἀπεπτόμην Ar.Av.90; aor.2 ἀπέπτην, 3pl. ἀπέπταν Emp.2.4; inf. ἀποπτῆναι AP5.211 (Mel.):— fly off or away, esp. of dreams, ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71; ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; ἀπέπτετο Ar.Av.90; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib.1369; οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp.183e; συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA619a32; ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6 (Corcyra).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπέτομαι: μέλλ. -πετήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1. 126: ἀόρ. ἀπεπτάμην, μετοχ. ἀποπτάμενος (πρβλ. πέτομαι): - ἀφίσταμαι καὶ ἐξαφανίζομαι, ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ᾤχετ’ ἀποπτάμενος Ἰλ. Β. 71· ψυχὴ δ’ ἠΰτ’ ὄνειρος, ἀποπταμένη παπότηται Ὀδ. Λ. 222· ἀπέπτετο Ἀριστοφ. Ὄρν. 90· ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου αὐτόθι 1369. 261. 22. 2) ἀφίπταμαι καὶ φεύγω, «ὅταν δὲ γνῷ (ὁ πέρδιξ) ὅτι θηρεύεται, προελθὼν τῆς νεοττιᾶς κυλινδεῖται παρὰ τὰ σκέλη τοῦ θηρεύοντος ἐλπίδα ἐμποιῶν τοῦ συλληφθήσεσθαι, ἐξαπατᾷ τε ἕως ἂν ἀποπτῶσιν οἱ νεοττοὶ» Ἀριστ. Ἀποσπ. 270.

French (Bailly abrégé)

s’envoler.
Étymologie: ἀπό, πέτομαι.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποπτάμενος, -ένη: fly away, Il. 2.71, Od. 11.222.