ἁρπάζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἥρπαζον, <i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>rar.</i> ἁρπάσω, <i>ao.</i> [[ἥρπασα]], <i>pf.</i> [[ἥρπακα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἁρπασθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἡρπάσθην]], <i>pf.</i> ἥρπασμαι, <i>pqp.</i> ἡρπάσμην;<br /><b>1</b> enlever de force, ravir ; piller, acc.;<br /><b>2</b> saisir à la hâte, s’emparer vivement de, acc. ; <i>fig.</i> saisir promptement, comprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἁρπάζομαι (<i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>ao.</i> ἡρπασάμην) s’emparer de, se saisir violemment de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἅρπαξ]]. | |btext=<i>impf.</i> ἥρπαζον, <i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>rar.</i> ἁρπάσω, <i>ao.</i> [[ἥρπασα]], <i>pf.</i> [[ἥρπακα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἁρπασθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἡρπάσθην]], <i>pf.</i> ἥρπασμαι, <i>pqp.</i> ἡρπάσμην;<br /><b>1</b> enlever de force, ravir ; piller, acc.;<br /><b>2</b> saisir à la hâte, s’emparer vivement de, acc. ; <i>fig.</i> saisir promptement, comprendre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἁρπάζομαι (<i>f.</i> ἁρπάσομαι, <i>ao.</i> ἡρπασάμην) s’emparer de, se saisir violemment de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἅρπαξ]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. [[ἁρπάξω]], aor. [[ἥρπαξα]], [[ἥρπασα]]: [[seize]], [[snatch]]; esp. of [[robbery]], [[abduction]], and attacks of [[wild]] animals, [[ὅτε]] σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατείνης | ἔπλεον ἁρπάξᾶς, the ‘[[rape]]’ of Helen, Il. 3.444 ; ὡς [[ὅδε]] ([[αἰετός]]) χῆν' ἥρπαξε, Od. 15.174; [[κῦμα]] μέγ ἀρπάξαν, Od. 5.416. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -άξω Il.22.310, Babr.89.2, -άσω X.Eq.Mag.4.17, (ἀν-) E.Ion1303; in Att. more commonly ἁρπάσομαι Ar.Pax1118, Ec.866, Av.1460, X.Cyr.7.2.5, (ἀν-) Hdt.9.59; contr. ἁρπῶμαι, ἁρπᾷ LXX Le.19.13, al.: aor. ἥρπαξα Il.3.444, Pi.N.10.67, IG4.951.11 (Epid.); Trag. and Att. ἥρπασα E.Or.1634, Th.6.101 (also Il.13.528, 17.62, Hdt.2.156): pf. ἥρπακα Ar.Pl.372, Pl.Grg.481a:—Med., aor. ἡρπασάμην Luc.Tim.22, etc. ὑφ-αρπάσαιο Ar.Ec.921):—Pass., pf. ἥρπασμαι X.An.1.2.27, E.Ph.1079 (ἀν-): 3 plpf. ἥρπαστο Id.El.1041; later ἥρπαγμαι Paus.3.18.7, inf. -άχθαι Str.13.1.11: aor. 1 ἡρπάσθην Hdt.1.1 and 4, etc., -χθην Id.2.90 (v.l.), 8.115, D.S.17.74; later, aor. 2 ἡρπάγην [ᾰ] Lyc.505, etc.: fut. ἁρπᾰγήσομαι 1 Ep.Thess.4.17, J.BJ5.10.3; part. ἁρπάμενος (as if from ἅρπημι) AP11.59 (Maced.), Nonn.D.1.340, al., (ὑφ-) AP9.619 (Agath.):—snatch away, carry off, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Il.3.444; ὡς δ' ὅτε τίς τε λέων . . ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ib.17.62; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θύελλα Od.10.48, cf. 5.416; κλέψαι τε χἁρπάσαι βίᾳ S.Ph.644; ἁ. τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Hdt.1.2; ἁ. [χρυσὸν] ὑπὲκ τῶν γρυπῶν Id.3.116; ἁ. καὶ φέρειν Lys.20.17: abs., to be a robber, ὁτιὴ ’πιώρκεις ἡρπακώς Ar.Eq.428, cf. Pl.372; ἁρπάζειν βλέπει looks thievish, Men.Epit.181:—Pass. (or Med.), ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι I have her torn from my arms, E.Andr.661. 2 seize hastily, snatch up, λᾶαν Il.12.445; δόρυ A.Th.624; τὰ ὅπλα X.An.6.1.8; ἁ. τινὰ μέσον seize him by the waist, Hdt.9.107; λίθος ἥτις τὸν σίδηρον ἁρπάζει, of the magnet, Hp.Steril.243: c. gen. of the part seized, ἁ. τινὰ τένοντος ποδός E.Cyc.400: c. gen. partit., ἁ. τούτων ἐνέτραγον Timocl.16.7: abs., ἀπογεύονται ἁρπάζοντες greedily, Pl.R.354b:—Med. in Luc. Sacr.3. 3 seize, overpower, overmaster, γλῶσσαν ἁ. φόβος A.Th. 259; seize, occupy a post, X.An.4.6.11; ἁρπάσαι πεῖραν seize an opportunity of attacking, S.Aj.2; ἁ. τὸν καιρόν Plu.Phil.15; snap up, ὥσπερ εὕρημα Herod.6.30. 4 seize, adopt a legend, of an author, Hdt.2.156. 5 grasp with the senses, ὀσμαὶ -όμεναι ταῖς ὀσφρήσεσιν Plu.2.647e. 6 captivate, ravish, LXXJu.16.9, Plu. Ant.28. 7 draw up by means of a vacuum, Simp. in Ph.647.28. II plunder, πόλεις, τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, τὴν Ἑλλάδα, etc., Th.1.5, X.Cyr.7.2.5, D.8.55, etc.
German (Pape)
[Seite 358] hastig ergreifen, aufraffen, wegraffen, rauben; ἁρπάζοντε Iliad. 5, 556;ἁρπάξων 22, 310; ἥρπαξε Iliad. 12, 305 Od. 15, 174; ἁρπάξας Iliad. 3, 444. 12, 445. 16, 814; ἁρπάξασα Od. 10, 48; ἁρπάξαν Od. 5, 416; ἁρπάξαντε Iliad. 13, 199; ἥρπασεν Od. 15, 250; ἁρπάσῃ Iliad. 17, 62. Bei den Att. fut. meist ἁρπάσομαι, Ar. Eccl. 866 Xen. Cyr. 7, 2, 5 u. öfter, neben ἁρπάσω Mag. Equ. 4, 17; aor. Att. ἥρπασα u. so fort, ἥρπασμαι, erst Sp. wieder ἁρπάξω, ἡρπάγην, 2. Cor. 12, 2, u. ἁρπαγήσομαι, 1. Thess. 4, 12; vgl. Lob. zu Phryn. 241; κλέψαι καὶ ἁρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640; vgl. Eur. Tr. 959; ἄξει οὐχ ἑκοῦσαν ἁρπάσας I. A. 1365; μέσον τινά, Einen in der Mitte fassen, Her. 9, 107; ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Plat. Rep. I, 3540, d. i. raptim; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν Soph. Ai. 2; μάχαιραν Xen. Cyr. 2, 3, 10; schnell ergreifen, τὰ ὅπλα An. 5, 9, 8, vgl. 6, 3, 18; χώραν, berauben, 1, 2, 27; ὄρος, schnell besetzen, 4, 6, 11; τὴν τῶν Ἑλλήνων εὐχέρειαν Pol. 32, 11, 4; τὸν καιρόν Plut. Dion. 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάζω: μέλλ. ἁρπάξω Ἰλ. Χ. 310, Βαβρ. 89· Ἀττ. ἁρπάσω Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 17, ἀναρπάσεις Εὐρ. Ἴων 1303· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνηθέστερος εἶναι ὁ μέσος μέλλων ἁρπάσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1118, Ἐκκλ. 866, Ὄρν. 1460, Ξεν., κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ.· συνηρ. ἁρπῶμαι, ἁρπᾶ Ἑβδ. (Λευ. ιθ΄, 13): ― ἀόρ. ἥρπαξα Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ. ἥρπασα Εὐρ. Ὀρ. 1634, Θουκ. (ὡσαύτως Ἰλ. Ν. 528, Ἡρόδ.): ― πρκμ. ἥρπακα Ἀριστοφ. Πλ. 372, Πλάτ.: ― Μέσ., ἀόρ, ἡρπασάμην Λουκ. Τίμ. 22, κτλ. (ὑφηρπάσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 921)· ἐν Ἀνθ. Π. 11. 59, ἔχομεν ἁρπαμένης ἴχνια Περσεφόνης (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ἅρπημι), πρβλ. 9. 619, καὶ συχν. παρὰ Νόννῳ: ― Παθ. πρκμ. ἥρπασμαι Ξεν. Ἀν. 1. 2. 27, ἀνήρπασται Εὐρ. Φοίν. 1079: γ΄ ἑν. ὑπερσ. ἥρπαστο ὁ αὐτ. Ἠλ. 1045· μεταγ. ἥρπαγμαι Παυσ. 3. 18, 7, ἀπαρ. -άχθαι Στράβ. 587· ― ἀόρ. α΄ ἡρπάσθην Ἡρόδ. 1. 1 καὶ 4, κτλ., Ἀττ., ἀλλ’ ὡσαύτως (οὐχὶ παρ’ Ἀττ.) -χθην Ἡρόδ. 2. 90., 8. 115· μεταγ. ἀόρ, β΄ ἡρπάγην [ᾰ] Λυκόφρ. 505, κτλ.· ― μέλλ. ἁρπᾰγήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 3. ― Πρβλ. ἀν-, δι-, ἐξ-, συν-, ὑφαρπάζω, καὶ ἴδε τὴν λέξιν ἅρπασμα. (Ἐκ √ΑΡΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἅρπαξ, ἁρπαγή, ἅρπη, ἅρπυια, ἁρπαλέος· πρβλ. Λατ. rapio, rapax, rapidus, ὡσαύτως sarpio καὶ sarmentum· Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. sarf, scarp (ἀγγλ. sharp, ὀξύς). Ἁρπάζω ὡς καὶ νῦν, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Ἰλ. Γ. 444, κτλ.· ὡς δ’ ὅτε τίς τε λέων… ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ Ἰλ. Ρ. 62· τοὺς δ’ αἶψ’ ἁρπάξασα φέρε πόντονδε θύελλα (ὅμοιον τῷ Λατ. raptim ferre), Ὀδ. Κ. 48, πρβλ. Ε. 416· ἁρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φ. 644· ἁρπάσαι τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Ἡρόδ. 2· ἁρπ. χρυσὸν ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ὁ αὐτ. 3. 116· ἁρπ. καὶ φέρειν Λυσ. 159. 28· ― ἀπολ., κλέπτω, λῃστεύω, ὁτιή ᾽πιώρκεις ἡρπακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 428, πρβλ. Πλ. 372: ― Παθ. ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι, μοῦ τὴν ἁρπάζουσιν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Εὐρ. Ἀνδρ. 661 (ἄν καὶ τοῦτο δύναται νὰ εἶναι μέσ.). 2) ἁρπάζω τι ἐν σπουδῇ λᾶαν Ἰλ. Μ. 445· δόρυ Αἰσχύλ. Θήβ. 624· τὰ ὅπλα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 8· ἁρπάζει μέσον καὶ ἐξαείρας παίει ἐς τὴν γῆν, ἁρπάζει αὐτὸν ἀπὸ τὴν μέσην καὶ σηκώσας τὸν τινάσσει εἰς τὴν γῆν, Ἡρόδ. 9. 107· μετὰ γεν. τοῦ μέρους δι’ οὗ ἁρπάζει τίς τινα, τὸν δ’ αὖ τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδὸς Εὐρ. Κύκλ. 400· μετὰ γεν. μεριστ., ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4. 7· ἀπολ. ἀπογεύονται ἁρπάζοντες Πλάτ. Πολ. 354Β: ― Μέσ. ἐν Λουκ. Θυσ. 3. 3) περιγίγνομαι, καταβάλλω, κατανικῶ, κυριεύω, ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 259· ὡσαύτως, καταλαμβάνω ἤ κυριεύω θέσιν τινά, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 11· ἐν Σοφ. Αἴ. 2, ἀεί μὲν, ὦ παῖ Λαρτίου, δέδορκά σε πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον, σὲ ἔχω παρατηρήσῃ ὦ παῖ τοῦ Λαέρτου, ὅτι πάντοτε προσπαθεῖς νὰ εὕρῃς καιρὸν εὔθετον ὅπως ἐπιτεθῇς κατὰ τῶν ἐχθρῶν σου, Λοβ. ἐν τόπ. πρβλ. ἁρπ. τὸν καιρὸν Πλουτ. Φιλοπ. 15. 4) οἰκειοποιοῦμαι ἀφήγησίν τινος, ἐκ τούτου δὲ τοῦ λόγου… Αἰσχύλος… ἥρπασε τὸ ἐγὼ φράσω Ἡρόδ. 2. 156. 5) ἀντιλαμβάνομαι, ἁρπάζω διὰ τοῦ νοῦ, Πλούτ. 2. 647Ε. πρβλ. συναρπάζω 3. ΙΙ. λεηλατῶ, ἁρπάζω, πόλεις, τοὺς φίλους, τὴν Ἑλλάδα, κτλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, Δημ. 103. 16.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥρπαζον, f. ἁρπάσομαι, rar. ἁρπάσω, ao. ἥρπασα, pf. ἥρπακα;
Pass. f. ἁρπασθήσομαι, ao. ἡρπάσθην, pf. ἥρπασμαι, pqp. ἡρπάσμην;
1 enlever de force, ravir ; piller, acc.;
2 saisir à la hâte, s’emparer vivement de, acc. ; fig. saisir promptement, comprendre;
Moy. ἁρπάζομαι (f. ἁρπάσομαι, ao. ἡρπασάμην) s’emparer de, se saisir violemment de, acc..
Étymologie: ἅρπαξ.
English (Autenrieth)
fut. ἁρπάξω, aor. ἥρπαξα, ἥρπασα: seize, snatch; esp. of robbery, abduction, and attacks of wild animals, ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατείνης | ἔπλεον ἁρπάξᾶς, the ‘rape’ of Helen, Il. 3.444 ; ὡς ὅδε (αἰετός) χῆν' ἥρπαξε, Od. 15.174; κῦμα μέγ ἀρπάξαν, Od. 5.416.