ἀποκόπτω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=détacher en coupant, couper : [[κάρη]] IL, αὐχένα IL, χεῖρας HDT couper la tête, le cou, les mains ; γεφύραν PLUT couper un pont ; <i>p. anal. ou fig.</i> ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου XÉN couper qqn d’un lieu (un corps de troupes d’une place forte, <i>etc.</i>) ; ἀποκεκομμένης [[αὐτῷ]] τῆς φωνῆς PLUT la voix s’étant arrêtée dans son gosier ; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος PLUT voir son espérance brisée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κόπτω]]. | |btext=détacher en coupant, couper : [[κάρη]] IL, αὐχένα IL, χεῖρας HDT couper la tête, le cou, les mains ; γεφύραν PLUT couper un pont ; <i>p. anal. ou fig.</i> ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου XÉN couper qqn d’un lieu (un corps de troupes d’une place forte, <i>etc.</i>) ; ἀποκεκομμένης [[αὐτῷ]] τῆς φωνῆς PLUT la voix s’étant arrêtée dans son gosier ; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος PLUT voir son espérance brisée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κόπτω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. inf. ἀποκοψέμεν, aor. ἀπέκοψα: [[chop]] [[off]], [[cut]] [[off]]; παρήορον, ‘[[cut]] [[loose]]’ the [[out]]-[[running]] [[horse]] (cf. Il. 8.87), Il. 16.474. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
A cut off, hew off, freq. in Hom., of men's limbs, κάρη ἀπέκοψε Il.11.261; ἀπό τ' αὐχένα κόψας ib.146, al.; in Prose, χεῖρας ἀ. Hdt.6.91, etc.; ἀγκύρας X.HG1.6.21; γεφύρας Plu.Nic.26; amputate, Archig. ap. Orib.47.13.2; νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Il.9.241; ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός Od.10.127; ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον he cut loose the trace-horse, Il.16.474:—Pass., ἀποκεκόψονται, of buds, will be cut off, Ar.Nu.1125, cf. M.Ant.11.8; ἀ. τὴν χεῖρα have it cut off, Hdt.6.114; ἀ.τὰ γεννητικά, of eunuchs, Ph.1.89: abs., ἀποκεκομμένος eunuch, LXXDe.23.1, cf.Luc.Eun.8:—Med., make oneself a eunuch, Ep.Gal.5.12, cf. Arr.Epict.2.20.19. 2 metaph., ἀπ' ἐλπίδα φημὶ κεκόφθαι ναυτιλίης νόστου τε A.R.4.1272, cf. Plb.3.63.8; ἔλεον D.S.13.23; ἀ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης decide summarily, Alciphr.1.8; also ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plu.Pyrrh.2; διὰ τὸ μὴ ἀποκόπτειν τὴν πολυχρόνιον ζωήν exclude from the reckoning, despair of, Phld.Herc.1251.22; reject, exclude, Id.Sign.7, D.3.13:—Med., dub.in Phld.Mort.23. 3 esp. of voice or breath, cut short, τὸν τοῦ πνεύματος τόνον D.H.Comp.14, cf. 22:—Pass., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνή Plu.Dem.25, cf. Dsc.Eup.1.85. 4 of literary periods or phrases, bring to an abrupt close, δεῖ τῆ μακρᾶ -κόπτεσθαι Arist.Rh. 1409a19, cf. Demetr.Eloc.18,238. 5 Gramm., in Pass., to be cut short by ἀποκοπή (q.v.), Eust.487.10, EM609.54. 6 abstract an idea or word from its context, τὸ ἀγαθὸς ἀποκοπέν Anon.in SE57.31. II ἀ. τινὰ ἀπὸ τόπου beat off from a strong place, of soldiers, X.An.3.4.39, 4.2.10. III Med., smite the breast in mourning: c. acc., mourn for, νεκρόν E.Tr.628.
German (Pape)
[Seite 308] 1) abhauen, abschneiden, Hom. öfter, von Theilen des menschl. od. thier. Leibes Iliad. 11, 261 Od. 3, 449 u. sonst; παρήορον, die Stränge des Handpferdes, Il. 16, 474; πείσματα νεός Od. 10, 127; ἄγκυραν Xen. Hell. 1, 6, 25, den Anker kappen; νηῶν κόρυμβα Iliad. 9, 241; ῥοπάλου ὅσον τ' ὄργυιαν Od. 9, 325; κόμην ἐλαίης Od. 23, 195; vgl. Ar. Nubb. 1109; γέφυραν, eine Brücke abbrechen, Plut. Nic. 26; ἀποκοπεισῶν ἐλπίδων Pol. 23, 2; vgl. 3, 63; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. Pyrrh. 2; ἀποκόπτομαι τὴν χεῖρα, τὸν αὐχένα, mir wird der Hals, die Hand abgehauen, Plut. Caes. 16; D. Hal. 3, 58; ἀποκέκοπταί μοι ἡ φωνή Plut. Dem. 25, die Stimme ist mir gehemmt; δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι, mit einer Länge aufhören, Arist. rhet. 3, 8. – 2) herunterschlagen, treiben, τινὰ ἀπό τινος, von etwas, Xen. An. 3, 4, 39. – 3) Med., sich aus Trauer über Jem. schlagen, Jem. betrauern, νεκρόν Eur. Tr. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκόπτω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτω ὡς καὶ νῦν, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κάρη ἀπέκοψε Ἰλ. Λ. 261· ἀπό τ’ αὐχένα κόψας αὐτόθι 146, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, χεῖρας ἀπ. Ἡρόδ. 6. 91 κτλ.· ὡσαύτως, νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Ἰλ. Ι. 241· ἀπὸ πείσματ’ ἔκoψα νεὸς Ὀδ. Κ. 127· ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον, ἀπέκοψε καὶ ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν παρατρέχοντα ἵππον, Ἰλ. Π. 474: - Παθ., ἀποκεκόψονται, ἐπὶ καλύκων ἢ ὀφθαλμῶν φυτοῦ, θὰ ἀποκοπῶσιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1125· ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Ἡρόδ. 6. 114· ἀπ. τὰ γεννητικά, ἐπὶ εὐνούχων, Φίλων 1. 89· καὶ οὕτως, ἀπολύτ., Λουκ. Εὐν. 8· καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 19. 2) μεταφ., ἀπ. ἐλπίδα, ἔλεον, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1272, Πολύβ. 3. 63, 8, Διόδ. 13. 23· ἀπ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης, ἀποφασίζω ἐσπευσμένως, Ἀλκίφρ. 1. 8. ΙΙ. παρὰ Ξεν., ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου, ἀποδιώκω βιαίως ἀπὸ ἰσχυρᾶς θέσεως, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀν. 3. 4, 39., 4. 2, 10· πρβλ. ἀποκρούω. ΙΙΙ. Μέσ. κτυπῶ, πλήττω τὸ στῆθος ἐν θρήνοις, κόπτομαι, μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623· πρβλ. κόπτω ΙΙ. 2) παύομαι λέγων, τελειώνω τὸν λόγον, ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6: - Παθ., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνὴ Πλουτ. Δημοσθ. 25. 3) παρὰ γραμμ. παθ. πάσχω ἀποκοπὴν Εὐστ. 487. 10.
French (Bailly abrégé)
détacher en coupant, couper : κάρη IL, αὐχένα IL, χεῖρας HDT couper la tête, le cou, les mains ; γεφύραν PLUT couper un pont ; p. anal. ou fig. ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου XÉN couper qqn d’un lieu (un corps de troupes d’une place forte, etc.) ; ἀποκεκομμένης αὐτῷ τῆς φωνῆς PLUT la voix s’étant arrêtée dans son gosier ; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος PLUT voir son espérance brisée.
Étymologie: ἀπό, κόπτω.
English (Autenrieth)
fut. inf. ἀποκοψέμεν, aor. ἀπέκοψα: chop off, cut off; παρήορον, ‘cut loose’ the out-running horse (cf. Il. 8.87), Il. 16.474.