διαπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> s’envoler, <i>càd</i> se dissiper, s’évanouir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πέτομαι]].
|btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> s’envoler, <i>càd</i> se dissiper, s’évanouir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πέτομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[διέπτατο]]: [[fly]] [[through]], [[fly]] [[away]] [[out]], Od. 1.320.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπέτομαι Medium diacritics: διαπέτομαι Low diacritics: διαπέτομαι Capitals: ΔΙΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: diapétomai Transliteration B: diapetomai Transliteration C: diapetomai Beta Code: diape/tomai

English (LSJ)

( διΐπταμαι Hdn., v.infr.), aor.-επτάμην (v. infr.): aor. Act.

   A -έπτην Luc.DMeretr.9.4: pres. διαπέταται S.OT1310 (lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through, διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99; ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp.860; δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217: c. acc., E.Med.1, Ar.V.1086.    II fly away, vanish, διαπτομένη οἴχεσθαι Pl.Phd.70a, 84b, etc.; of Time, E.HF507.    III of a report, fly in all directions, διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀθήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v. l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.

Greek (Liddell-Scott)

διαπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ δῖον οὖ βέλος διέπτατο Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. ἀφίπταμαι, πετῶ μακράν, ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπτην;
1 voler à travers;
2 s’envoler, càd se dissiper, s’évanouir.
Étymologie: διά, πέτομαι.

English (Autenrieth)

aor. διέπτατο: fly through, fly away out, Od. 1.320.