ἐπίκλησις: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> nom ajouté <i>ou</i> substitué à un autre :<br /><b>1</b> surnom;<br /><b>2</b> nom ; <i>abs.</i> ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, <i>ou</i> qqf en nom, nominalement;<br /><b>II.</b> action d’en appeler à :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> instance en appel devant un tribunal;<br /><b>III.</b> accusation ; mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> nom ajouté <i>ou</i> substitué à un autre :<br /><b>1</b> surnom;<br /><b>2</b> nom ; <i>abs.</i> ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, <i>ou</i> qqf en nom, nominalement;<br /><b>II.</b> action d’en appeler à :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> instance en appel devant un tribunal;<br /><b>III.</b> accusation ; mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[καλέω]]): given [[name]] (‘[[surname]]’); only acc., adverbially or predicatively, [[mostly]] [[with]] καλεῖν, Ἄρκτον θ, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ‘[[which]] [[they]] [[call]] [[also]] by the [[name]] of the [[wain]],’ Od. 5.273, Il. 7.138, Il. 22.506 ; Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, ‘[[but]] by [[repute]] to B.,’ Il. 16.177. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A surname, additional name; used by Hom. only in acc. abs., like ἐπίκλην, and mostly ἐπίκλησιν καλέειν, as Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν Astyanax, as they call him by surname (his name being Scamandrius), Il.22.506; Ἄρκτος, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐ. καλέουσι which they call also the Wain, 18.487, cf. 7.138, 22.29; Τιτῆνας ἐ. καλέεσκεν . . τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον named them Titans, after their endeavouring . . (ἐπὶ τῷ τιταίνειν), Hes.Th. 207; so in Hdt., ἐ. δὲ ἡ κρήνη ἐπικαλέεται Ἡλίου 4.181; Ἀθηναίης ἐ. Ἀσσησίης 1.19; also, in name only, nominally, [Μενέσθιον] τέκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐ. Βώρῳ she bare him to Spercheius (really), but nominally to Borus, Il.16.177; τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα Hdt.1.114; κατ' ἐ. Apollod.1.3.2; opp. ὄνομα, D.H.5.21. 2. after Hom., in other cases, surname, name, Th.1.3, etc. 3. imputation, charge, Id.7.68, PLille29.27 (iii B.C.); ἐ. ἔχει κακὸς ἐ̄ιναι X.Lac.9.4. 4. title, D.C.37.6, etc.; βασιλέα ἄξιον τῆς ἐ.Jul.Or.2.70c. 5. announcement of result of an election, OGI458.82 (i B.C., pl.). II. calling upon, invocation, Ἀφροδίτης Luc.Salt.II; δαιμόνων D.C.78.4: abs., prayer, ἐ. καὶ εὐχαί LXX 2 Ma.15.26; μεμιγμένας ἀπειλαῖς ἐπικλήσεις D.H.5.21. 2. call to an office, Astramps. Orac.84.9. 3. judicial appeal, Vett.Val.281.14; esp. = Lat.appellatio, appeal to the Tribunes, Plu.Marc.2, Cat.Mi.33,al.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt, Il. 18, 487; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios, 22, 506; Μενέσθιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros, 16, 177; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweis't, Hes. Th. 207; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 203. – Auch in Prosa adverbial, ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ κρήνη καλέεται Ἡλίου Her. 4, 181; Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1, 19; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach, 1, 114. Vgl. ἐπίκλην. – Die Benennung, Plat. Epinom. 974 b; Thuc. 1, 3; αἰσχίστη, der größte Schimpf, 7, 68, wie ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Xen. Lac. 9, 4. – Die Anrufung, δαιμόνων D. Cass. 78, 4; Luc. salt. 11. – Die Berufung, Plut. Marcell. 2; τῶν δημάρχων Cat. min-46. – Die Sage, das Gerücht, Apolld. 1, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλησις: -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον ὄνομα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ ἐπίκλην, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ καλέω, ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον ὄνομα αὐτοῦ ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον ἔργον (ἕτεροι ὅμως ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ χωρίον τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ κρήνη ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ ὡσαύτως σημαίνει, κατ’ ὄνομα μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως θυγάτηρ ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ ὄνομα δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν υἱόν, κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, ὄνομα, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ ὄνομα, πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. ἐπίκλημα. 4) ὄνομα, τίτλος, Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, ἔφεσις εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ ἐπίκλησις παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ ἐπωνυμία».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. nom ajouté ou substitué à un autre :
1 surnom;
2 nom ; abs. ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, ou qqf en nom, nominalement;
II. action d’en appeler à :
1 invocation;
2 instance en appel devant un tribunal;
III. accusation ; mauvaise réputation.
Étymologie: ἐπικαλέω.
English (Autenrieth)
(καλέω): given name (‘surname’); only acc., adverbially or predicatively, mostly with καλεῖν, Ἄρκτον θ, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ‘which they call also by the name of the wain,’ Od. 5.273, Il. 7.138, Il. 22.506 ; Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, ‘but by repute to B.,’ Il. 16.177.