σιωπή: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> silence : σιωπὴν ποιεῖν ISOCR, ποιεῖσθαι XÉN faire faire silence ; <i>adv.</i> • σιωπῇ en silence, en secret, clandestinement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> habitude du silence.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σιγή]], et tout repose en définitive sur une onomatopée.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> silence : σιωπὴν ποιεῖν ISOCR, ποιεῖσθαι XÉN faire faire silence ; <i>adv.</i> • σιωπῇ en silence, en secret, clandestinement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> habitude du silence.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σιγή]], et tout repose en définitive sur une onomatopée.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[silence]], only dat. as adv., [[silently]], [[secretly]], Il. 14.310. See [[ἀκήν]].
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπή Medium diacritics: σιωπή Low diacritics: σιωπή Capitals: ΣΙΩΠΗ
Transliteration A: siōpḗ Transliteration B: siōpē Transliteration C: siopi Beta Code: siwph/

English (LSJ)

rarely σωπή (q.v.), ἡ,

   A silence, S.OT1075, Fr.928, E.Hipp.911; σ. ὑπεσημάνθη Th.6.32; σ. ποιεῖν, ποιεῖσθαι, X.HG6.3.10, Isoc.12.234; ἦν σ. there was a hush or calm, S.OC1623, Aeschin.2.35: pl., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σ. inglorious silence is their lot who make no venture, Pi.I.4(3).30 (48).    2 the habit of silence, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι D.61.21, cf. Plu.2.39b, etc.    II dat. σιωπῇ as Adv., in silence, the only case used by Hom., ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, etc.; σ. ἧσο 4.412; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σ. made a sign without speaking, 9.620; σ. πίνειν Od.1.339; σ. πάσχειν ἄλγεα 13.309, cf. Pi.P.4.57; στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ., E.HF930, X.Cyr.5.3.43, D.48.31; secretly, Il.14.310; σιωπῇ τοῦτ' ἀκύρωτον μένει E.Ion801, cf. Ar.Eq. 1212.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσθαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαθήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπή: ἡ, σιγή, Σοφ. Ο. Τ. 1075, Ἀποσπ. 667, Εὐρ. Ἱππ. 911· σιωπὴ ὑπεσημάνθη Θουκ. 6. 32· σιωπὴν ποιεῖν, ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 10, Ἰσοκρ. 281D· ἦν σ., ὑπῆρχε μεγάλη ἡσυχία, γαλήνη, Σοφ. Ο. Τ. 1623, πρβλ. Αἰσχίν. 33. 3· - ἐν τῷ πληθ., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σιωπαί, ἄδοξος σιωπὴ εἶναι ἡ μερὶς τῶν μὴ δοκιμαζόντων, μὴ ἀποτολμώντων, Πινδ. Ι. 4. 51 (3. 48). 2) ἡ ἕξις, ἡ συνήθεια τῆς σιωπῆς, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι Δημ. 1407. 16, πρβλ. Πλούτ. 2. 39Β, κτλ. ΙΙ. δοτ. σιωπῇ ὡς ἐπίρρ., ἐν σιωπῇ εἶναι δὲ αὕτη ἡ μόνη πτῶσις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Ἰλ. Γ. 95, κτλ.· σ. ἦσο Δ. 412· ἐπ’ ὀφύσι νεῦσε σ., ἔκαμε νεῦμα χωρὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Ι. 620· σ. πίνειν Ὀδ. Α. 339· σ. ἄλγεα πάσχειν Ν. 309· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 4. 100, καὶ Ἀττ.· στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 930, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43, Δημ. 1176. 2· - μυστικῶς, Ἰλ. Ξ. 310· σιωπῇ τοῦτ’ ἀκύρυκτον μένει Εὐρ. Ἴων 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1212.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 silence : σιωπὴν ποιεῖν ISOCR, ποιεῖσθαι XÉN faire faire silence ; adv. • σιωπῇ en silence, en secret, clandestinement;
2 p. ext. habitude du silence.
Étymologie: DELG apparenté à σιγή, et tout repose en définitive sur une onomatopée.

English (Autenrieth)

silence, only dat. as adv., silently, secretly, Il. 14.310. See ἀκήν.