πειράζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> ἐπείρασα;<br />essayer, tenter, faire l’épreuve <i>ou</i> l’expérience de, <i>gén. de <i>pers.</i> ou acc. de chose</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]].
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> ἐπείρασα;<br />essayer, tenter, faire l’épreuve <i>ou</i> l’expérience de, <i>gén. de <i>pers.</i> ou acc. de chose</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεῖρα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πειράω]]): [[make]] [[trial]] of, [[test]]; τινός, Od. 16.319.
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειράζω Medium diacritics: πειράζω Low diacritics: πειράζω Capitals: ΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: peirázō Transliteration B: peirazō Transliteration C: peirazo Beta Code: peira/zw

English (LSJ)

(πεῖρα) used by early authors only in pres. and impf., the other tenses being supplied by πειράω, -άομαι : Cret. fut.

   A πειράξω GDI5181 : aor. 1 imper. πείρᾰσον AP11.183 (Lucill.): aor. Pass. ἐπειράσθην LXXWi. 11.9, Ev.Matt.4.1 : pf. part. πεπειρασμένος Ep.Hebr. 4.15 :—make proof or trial of, c. gen., Od. 16.319.23.114 : abs., 9.281.    2 c. inf., attempt to do, Plb. 2.6.9, LXX Jd.6.39, Act.Ap. 16.7, 24.6 ; π. τι attempt a thing, ἄλλος ἄλλην ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην Luc. Trag. 149, cf. S.E. M. 1.40 ; τόδε τόξον make trial of, Anacreont. 31.24 : abs., make an attempt, Plb. Fr. 195.    3 Pass., ἤθη . . ἐν χρόνῳ πειράζεται are tried, proved, Men. Mon. 573 ; to be experienced, Phld. Sign. 32.    II c. acc. pers., try, tempt a person, put him to the test, LXX Ge.22.1, al. ; ἑαυτοὺς πειράζετε, εἰ . . 2 Ep.Cor.13.5, al.; τί πειράζετε τὸν Κύριον ; LXX Ex. 17.2, cf. Act.Ap. 15.10, 1 Ep.Cor. 10.9, al.    2 in bad sense, seek to seduce, tempt, Ἀθηναίην A.R. 3.10 : abs., ὁ πειράζων the Tempter, 1 Ep.Thess. 3.5, etc. :—Pass., to be sorely tried, πειραζομένη βασανίζομαι PLit.Lond. 52.5 ; στομακάκκῃ Str. 16.4.24 ; to be attacked, ὑποχύσει Alex.Aphr. Pr.2.54 ; ἐπιληψίᾳ Cyran.47 ; to be tempted to sin, Ev.Matt. 4.1, al.

German (Pape)

[Seite 545] = πειράω, einen Versuch anstellen mit Einem, τινός; Od. 16, 319. 23, 114; sp. D., ἀοιδῆς, Ap. Rh. 1, 495; ohne Casus, auf die Probe stellen, versuchen, Od. 9, 281; τινά, Ap. Rh. 3, 10; in sp. Prosa, wie N. T oft, ὁ πειράζων = διάβολος, Matth. 4, 3, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ib. 1; auch = zu verführen suchen, übh. Einem Ungebührliches zumuthen, im pass., Plut. Lac. apophth. p. 229.

Greek (Liddell-Scott)

πειράζω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τῶν λοιπῶν χρόνων παραλαμβανομένων ἐκ τοῦ πειράω, -άομαι, ἀλλά, ἐπειράσθην, πεπείρασμαι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ δὲ δεύτερον ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε κατωτ. Ἐξετάζω ἢ δοκιμάζω τι, τινὸς Ὀδ. Π. 319, Ψ. 114· καὶ ἀπολ., Ι. 281. 2) μετ’ ἀπαρ. = πειράομαι, ἐπιχειρῶ νὰ πράξω τι, Πράξεις Ἀποστ. ιϚ΄, κδ΄, 6· οὕτω, π. τινι, ἐπιχειρῶ τι, Λουκ. Ἔρωτ. 26, 36, κ. ἀλλ.· ἀπολ, κάμνω ἀπόπειραν, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 60. 3) Παθ., ἤθη ... ἐν χρόνῳ πειράζεται, δοκιμάζονται, κρίνονται, Μενάνδρ. Μονόστ. 573· πεπειράσθω, ἂς γείνῃ δοκιμή, Ἀριστοφ. Σφ. 1129 ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., δοκιμάζωἐξετάζω τινά, ὑποβάλλω αὐτὸν εἰς ἐξέτασιν, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄ , 5, κτλ.· τί πειράζετε τὸν θεόν; Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 10, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ι΄, 9, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω, «πειράζω», φέρω εἰς πειρασμόν, Ἀθηναίην Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 10· ἀπολ., ὁ πειράζων, ὁ πειρασμός, ὁ διάβολος, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. γ΄ , 5, κτλ. - Παθ., ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, ἤδη στομακάκκῃ τε καὶ σκελοτύρβῃ πειραζομένης τῆς στρατιᾶς Στράβ. 781· ὑφίσταμαι πειρασμόν, δοκιμασίαν, πειράζομαι, δοκιμάζομαι, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄ , 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao. ἐπείρασα;
essayer, tenter, faire l’épreuve ou l’expérience de, gén. de pers. ou acc. de chose.
Étymologie: πεῖρα.

English (Autenrieth)

(πειράω): make trial of, test; τινός, Od. 16.319.