νῆις: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_12) |
(Autenrieth) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῆις''': -ιδος, ὁ, ἡ· αἰτ. νήιδα Ἰλ. Η. 198, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 32, ἀλλὰ νῆιν Καλλ. Ἀποσπ. 111, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 130· (νη-, [[ἰδεῖν]], εἰδέναι)· - [[ἀδαής]], [[ἄπειρος]], μὴ εἰδώς, οὐ [[νῆις]] ἀέθλων Ὀδ. Θ. 179· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀπολ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ναυτιλίης... νῆιν ἔχειν βίον, Καλλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· - συγκρ. νηιδέστερος, Ἡσύχ. ΙΙ. (νή, ἴς), [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Σουΐδ., [[δειλός]], Ἡσύχ. | |lstext='''νῆις''': -ιδος, ὁ, ἡ· αἰτ. νήιδα Ἰλ. Η. 198, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 32, ἀλλὰ νῆιν Καλλ. Ἀποσπ. 111, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 130· (νη-, [[ἰδεῖν]], εἰδέναι)· - [[ἀδαής]], [[ἄπειρος]], μὴ εἰδώς, οὐ [[νῆις]] ἀέθλων Ὀδ. Θ. 179· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀπολ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ναυτιλίης... νῆιν ἔχειν βίον, Καλλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· - συγκρ. νηιδέστερος, Ἡσύχ. ΙΙ. (νή, ἴς), [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Σουΐδ., [[δειλός]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ιδος (νη-, [[root]] ϝιδ): [[unknowing]], [[unpractised]] in; τινός, Od. 8.79; abs., [[inexperienced]], Il. 7.198. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
νῆις: -ιδος, ὁ, ἡ· αἰτ. νήιδα Ἰλ. Η. 198, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 32, ἀλλὰ νῆιν Καλλ. Ἀποσπ. 111, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 130· (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι)· - ἀδαής, ἄπειρος, μὴ εἰδώς, οὐ νῆις ἀέθλων Ὀδ. Θ. 179· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀπολ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ναυτιλίης... νῆιν ἔχειν βίον, Καλλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· - συγκρ. νηιδέστερος, Ἡσύχ. ΙΙ. (νή, ἴς), ἀδύνατος, ἀσθενής, Σουΐδ., δειλός, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
ιδος (νη-, root ϝιδ): unknowing, unpractised in; τινός, Od. 8.79; abs., inexperienced, Il. 7.198.