πέδιλον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(Bailly1_4)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> semelle, sandale attachée sous le pied;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chaussure <i>en gén.</i> ; chaussure montante;<br /><b>3</b> entrave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> semelle, sandale attachée sous le pied;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chaussure <i>en gén.</i> ; chaussure montante;<br /><b>3</b> entrave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>πέδῑλον</b> (-ῳ, -ον, -οις.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[sandal]] παπτάναις ἀρίγνωτον [[πέδιλον]] δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ [[ποδί]] (sc. [[τοῦ]] μονοκρήπιδος Ἰάσονος) (P. 4.95) τὶν γὰρ [[εὔφρων]] ἕψεται πρώτα [[θυγάτηρ]] ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ [[δαφνηφόρος]] ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., [[ἴστω]] γὰρ ἐν [[τούτῳ]] πεδίλῳ [[δαιμόνιον]] πόδ' ἔχων Σωστράτου [[υἱός]] i. e. in [[this]] [[position]] (O. 6.8)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[foot]], rythm Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5)
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέδῑλον Medium diacritics: πέδιλον Low diacritics: πέδιλον Capitals: ΠΕΔΙΛΟΝ
Transliteration A: pédilon Transliteration B: pedilon Transliteration C: pedilon Beta Code: pe/dilon

English (LSJ)

Aeol. πέδιλλον Choerob. in An.Ox.2.239 : τό : (πέδη) :— mostly in pl.,

   A sandals, ἀμφὶ πόδεσσιν . . ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Od.14.23 ; ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ π. ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, of Hermes, Il.24.340 ; of Athena, Od. 1.96 ; πτερόεντα π. Hes.Sc.220 ; ποτανά E.El.460 (lyr.).    II any covering for the feet, shoes or boots, π. ἐς γόνυ ἀνατείνοντα Hdt.7.67 ; περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας π. νεβρῶν ib.75, cf. Pi.P.4.95, Plu.Thes.3 ; ἱμάτιον καθαρὸν καὶ καινὰ π. Ar.Av.973.    III metaph., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι π., i.e. to write in Doric rhythm (cf. πούς), Pi. O.3.5 ; also ἐν τούτῳ π. πόδ' ἔχειν to have one's foot in this shoe, i.e. to be in this condition or fortune, ib.6.8.

German (Pape)

[Seite 541] τό, die Sohle, die unter den Fuß gebunden ward, wenn man ausgehen wollte, bei Hom. u. Hes., bei welchen sowohl Götter als Menschen dergleichen tragen, stets im plur., gew. in der Vrbdg ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, Il. 2, 44 u. sonst; die Sohlen der Götter besitzen die Schwungkraft, sie über Land u. Meer dahinzutragen, 24, 341 Od. 1, 91. 5, 57, ohne daß dabei an Flügelschuhe zu denken ist, vgl. Voß mytholog. Briefe I p. 113 ff.; παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον ἀμφὶ nοδί, Pind. P. 4, 95, der auch übtr. sagt Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, Ol. 3, 5, d. i. die Stimme in den dorischen Rhythmus, die dorische Harmonie fügen, in der das Lied einhergeht; πονανοῖς πεδίλοισι, Eur. El. 460; Ar. Av. 973. – In Prosa auch allgemeiner Schuh, Fußbekleidung, hoch hinausgehend. wie die Stiefel, πέδιλα εἰς γόνυ ἀνατείνοντα, Her. 7, 67, περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν, 6, 75, u. einzeln bei Sp. – Bei Xen. An. 3, 4, 35 eine Fußfessel, Schlinge, mit der die Füße der Pferde bei Nacht, wie Theocr. 25, 103 die Füße der Kühe beim Melken gebunden werden.

Greek (Liddell-Scott)

πέδῑλον: τό, (πέδη) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σανδάλια, ἄπερ ἐφόρουμ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας ἐξερχόμενοι, ὡς τὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὑποδήματα, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ὡσαύτως παρ’ Εὐρ.· κατεσκευάζοντο ἐκ δέρματος βοός, ἀμφὶ πόδεσσιν ... ἀράρισκε π., τάμνων δέρμα βόειον Ὀδ. Ξ. 23· τὰ πέδιλα τῶν θεῶν εἶχον τὴν δύναμιν νὰ φέρωσι τὸν φοροῦντα αὐτὰ ὑπεράνω πάσης ἐκτάσεως γῆς ἢ θαλάσσης, ὑπὸ ποσσίν ἐδήσατο καλά π· ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ’ ὑγρὴν ἠδ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἰλ. Ω. 341, Ὀδ. Ε. 44· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Α. 97· καλοῦνται δὲ ῥητῶς καὶ πτερωτὰ (πτερόεντα), ὅπερ ὅμως δυνατὸν νὰ εἶναι καὶ μεταφορ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 220· ποτανὰ Εὐρ. Ἡλ. 480. ΙΙ. πᾶν κάλυμμα τοῦ ποδός, ὐποδήματα, ἐς γόνυ ἀνατείνοντα π. Ἡροδ. 7. 67· περιβεβλημένοι ... περὶ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν αὐτόθι 75. ΙΙΙ. μεταφορ., Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι, δηλ. ποιεῖσθαι κατὰ τὸν Δώριον ῥυθμὸν (οὕτω ποὺς σημαίνει τὸν μετρικὸν πόδα), Πινδ. Ο. 3. 9· ὡσαύτως, ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ’ ἔχειν, τὸ νὰ ἔχῃ τις τὸν πόδα του ἐντὸς τούτου τοῦ ὑποδήματος, δηλ. τὸ νὰ εὐρίσκηταί τις ἐν ταύτῃ τῇ καταστάσει, αὐτὀθι 6. 11, ἔνθα ἴδε Donaldson

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 semelle, sandale attachée sous le pied;
2 p. ext. chaussure en gén. ; chaussure montante;
3 entrave.
Étymologie: πέδη.

English (Slater)

πέδῑλον (-ῳ, -ον, -οις.)
   a sandal παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (sc. τοῦ μονοκρήπιδος Ἰάσονος) (P. 4.95) τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (cf. Proclum ap. Phot., Bibl., 321 Bekk., ὁ δαφνηφόρος ἰφικρατίδας τε ὑποδεδεμένος) Παρθ. 2. 70. met., ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός i. e. in this position (O. 6.8)
   b foot, rythm Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5)