πρόξενος: Difference between revisions
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πρόξενος]]<br /> <b>1</b>[[one]] [[who]] enjoys [[good]] relations ([[with]] foreigners), [[intimate]] τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (cf. Παρθ. 2. 41—3.) (I. 4.8) | |sltr=[[πρόξενος]]<br /> <b>1</b> [[one]] [[who]] enjoys [[good]] relations ([[with]] foreigners), [[intimate]] τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (cf. Παρθ. 2. 41—3.) (I. 4.8) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 17 August 2017
English (LSJ)
(πρόξενφος IG9(1).867 (Corc., vii/vi B. C.)), Cret. πρόξηνος GDI 5028 A2,6, Schwyzer187 (ii B. C.), Ion. πρόξεινος Hdt. (v. infr.): ὁ (ἡ, when used of a woman, v. infr. 11):—
A public ξένος, public guest or friend, made so by an act of the State: Alexander 1 of Macedon was π. καὶ εὐεργέτης of Athens, Hdt.8.136, cf. 143; πρόξενοι ἀμφικτιόνων Pi.I.4(3).8; εἶναι πρόξενον τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος βασιλέα καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους IG22.141.9; πρόξενοι καὶ πολῖται Lys.28.1; esp. of persons representing the interests of a foreign state in their own community, Pl.Lg.642b, etc.; opp. φιδιόξενος (q. v.), IG9(1).333.11 (Locr., v B. C.); of π. of Athens in other states, Pindar at Thebes, Isoc.15.166; Thucydides at Pharsalus, Th.8.92; π. τῆς πόλεως, i.e. of Athens at Mytilene, Arist.Pol. 1304a10; of other states at Athens, Cimon and Callias of Sparta, And.3.3, X.HG5.4.22; Nicias of Syracuse, D.S.13.27; Thraso of Thebes, Aeschin.3.138; ὅσους γέγραφε προξένους εἶναι καὶ Ἀθηναίους Din.1.45; of other states at Sparta, e.g. Lichas of Argos, Th.5.76; Clearchus of Byzantium, X.HG1.1.35; π. of barbarian communities and rulers, Id.An.5.4.2, 5.6.11; sts. the function was exercised by a community, εἶμεν τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾶς πόλιος τᾶς Σαρδιανῶν . . διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν πρόξενον Σαρδιανοῖς SIG548.10 (Delph., iii B. C.). b later, of patrons or representatives of guilds, e.g. the σύνοδος τοῦ Διὸς τοῦ Ξενίου at Athens, IG22.1012.18, cf.7.2486 (Thebes), 14.615 (Rhegium). 2 at Sparta, officials appointed by the Kings to entertain foreign guests, Hdt.6.57; also at Delphi, of persons extending public hospitality, E.Ion551,1039, Andr.1103; so in Nephelococcygia, Ar.Av.1021. 3 in pl., witnesses to a will, IG14.636 (Petelia). II generally, patron, protector, A.Supp.420 (lyr.), al., Ar.Th.602; φίλης γὰρ π. κατήνυσαν at the house of a kind patroness, i.e. Clytaemnestra, S.El.1451; προξένῳ χρῆσθαί τινι E.Fr.721. III Adj., assisting, relieving, c. gen., Alciphr.3.72. 2 causing, producing, κακῶν, συμπτωμάτων, νόσων, Ruf.Fr.64, Olymp.in Mete.3.21, Sch.Ar.Nu.243.
German (Pape)
[Seite 736] ὁ, ion. πρόξεινος, Her., öffentlicher Gastfreund, Gastfreund von Staatswegen, sowohl der Bürger, der von seinem Staate beauftragt ist, den Gesandten eines andern Staates bei sich aufzunehmen, ihm alle Pflichten der Gastfreundschaft zu erweisen u. ihm seine Geschäfte betreiben zu helfen, als auch derjenige, der sich als öffentlicher Gastfreund, wie die Gesandten und Geschäftsträger in einem andern Staate aufhält, Her. 6, 57; es galt auch als ein Ehrentitel, der solchen Fremden, die sich um den Staat Verdienste erworben hatten, ertheilt wurde, wie z. B. Alexander, des Amyntas Sohn von Macedonien, der Athener πρόξεινος καὶ φίλος hieß, 8, 143; od. πρόξεινος καὶ εὐεργέτης, 8, 136; auch derjenige, der das Interesse eines andern Staates nach dazu erhaltenem Auftrage vertritt, wie unsere Consuln u. Residenten, an den sich daher die Bürger jenes Staates, wenn sie an den Ort kamen, wo er sich aufhielt, wenden, um von ihm Beistand u. Rath für die Betreibung ihrer Geschäfte daselbst, auch wohl gastliche Aufnahme zu erhalten; so daß also πρόξενος übh. das zwischen zwei Städten od. Staaten ist, was ξένος zwischen zwei Privatpersonen; vgl. noch Pind. πρόξενοι ἀμφικτιόνων, I. 3, 26; Aesch. Suppl. 414 u. öfter in diesem Stück; φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, Soph. El. 1443; Eur.; Plat. Legg. I, 642 b; Xen. Hell. 1, 1, 25 u. öfter; Valck. zu Her. 6, 57; Koen zu Greg. Cor. p. 552; Boeckh Staatshaush. I p. 55. II p. 78 u. Ullrich de proxenia, Berol. 1822. – Adjectivisch, Alles, was Etwas vermittelt, herbeischafft, veranlaßt, anfängt, ὁρῶ τάδε φροίμια πρόξενα πόνων βιαίων ἐμῶν, Aesch. Suppl. 810.
Greek (Liddell-Scott)
πρόξενος: Ἰων. πρόξεινος, ὁ, (ἡ, ἐπὶ γυναικός, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ἐπὶ δημοσίου ξένου, δημόσιος φίλος, γενόμενος τοιοῦτος δι’ ἀποφάσεως τῆς πολιτείας, οἷος ἦτο Ἀλέξανδρος ὁ Α΄ τῆς Μακεδονίας τοῖς Ἀθηναίοις, Ἡρόδ. 8. 136, 143, πρβλ. Πινδ. Ι. 4. 13 (3. 26), κτλ.· ὡσαύτως Στράτων ὁ βασιλεὺς τῆς Σιδῶνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 87, κτλ.· πρόξενοι καὶ πολῖται Λυσί. 179. 26. Ἡ λέξις ἐδήλου τὴν αὐτὴν σχέσιν μεταξὺ πόλεως καὶ πολίτου ξένης πόλεως ἣν ἡ λέξις ξένος ἐδήλου μεταξὺ πολιτῶν δύο διαφόρων πόλεων· (ἀλλ’ ἡ σχέσις μεταξὺ δύο πόλεων ἢ ἐθνῶν ἐδηλοῦτο καὶ διὰ τῆς λέξεως ξενία, Ἡρόδ. 6. 21, πρβλ. Wachsm. Antiq. of Greece § 25). Σὺν τῷ χρόνῳ ἡ σχέσις αὕτη ἔλαβε χαρακτῆρα τυπικὸν καὶ «διπλωματικὸν» καὶ ὁ πρόξενος ἀπέλαυε τῶν προξενικῶν προνομίων ἐπὶ τῷ ὅρῳ νὰ ὑποδέχηται, ξενίζῃ καὶ περιποιῆται τοὺς πρέσβεις καὶ πολίτας τῆς πόλεως ἣν ἀντεπροσώπευεν, ὥστε οἱ πρόξενοι ὅμοιοι τρόπον τινὰ πρὸς τοὺς σημερινοὺς προξένους καὶ «πολιτικοὺς πράκτορας», ἂν καὶ ὁ πρόξενος ἦτο ἀείποτε μέλος τῆς ξένης πόλεως. Τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἦτο πιθανῶς αὐθαίρετον (πρβλ. ἐθελοπρόξενος, Θουκ. 3. 70), ἀλλὰ ταχέως ἤρξαντο νὰ δορίζωνται οἱ πρόξενοι· ὤφειλε δὲ ὁ πρόξενος τοσοῦτον νὰ ταυτίζῃ ἑαυτὸν μετὰ τῆς χώρας ἣν ἀντεπροσώπει, ὥστε αὕτη ἐγίνετο οὕτως εἰπεῖν δευτέρα αὐτοῦ πατρίς, Πλάτ. Νόμ. 642Β. ― Ἐν Ἀθήναις καὶ ἄλλαις Ἑλληνικαῖς πόλεσιν ἑκάστη πολιτεία ἐξέλεγε τὸν ἑαυτῆς πρόξενον· ἐν Σπάρτῃ οἱ πρόξενοι διωρίζοντο ὑπὸ τῶν βασιλέων (Ἡρόδ. 6. 57) ἢ ὑπὸ τοῦ λαοῦ (Συλλ. Ἐπιγρ. 1335, Διογ. Λ. 2. 51). Ὡς παραδείγματα Ἀθηναίων προξένων ἐν ξέναις πολιτείαις εὑρίσκομεν τὸν Πίνδαρον ἐν Θήβαις, τὸν Θουκυδίδην ἐν Φαρσάλῳ, τὸν Δόξανδρον ἐν Μυτιλήνῃ, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 179 = 166, Θουκ. 8. 92, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 6· πρβλ. Θουκ. 2. 29., 3. 2, Αἰσχίν. 90. 23, κτλ.· τῶν Σπαρτιατῶν δὲ προξένους ἐν Ἀθήναις τὸν Κίμωνα, τὸν Ἀλκιβιάδην, τὸν Καλλίαν, Ἀνδοκ. 23. 43, Θουκ. 5. 43, 6. 89, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 22· οὕτως ἐν Ἀθήναις ὁ Νικίας ἦν πρόξενος τῶν Συρακοσίων, Διόδ. 13. 27· ὁ Δημοσθένης καὶ Θράσων τῶν Θηβαίων, Αἰσχίν. 46. 42 κἑξ., 73. 20· ἐν Σπάρτῃ ὁ Λίχας ἦτο πρόξενος τῶν Ἀργείων, Θουκ. 5. 76· ὁ Φάραξ τῶν Βοιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ Κλέαρχος τῶν Βυζαντίων, αὐτόθι 1. 1, 35· ὁ Πολυδάμας τῶν Θεσσαλῶν, 6. 1, 4. Τύραννοι ὡσαύτως καὶ βαρβαρικαὶ πολιτεῖαι εἶχον τοὺς ἑαυτῶν προξένους, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀναβ. 5. 4, 2., 5. 6, 11. ― Ἐν Δελφοῖς φαίνεται ὅτι ὑπῆρχον ἐπίσημοι πρόξενοι μὴ ἀνήκοντες εἰς ὡρισμένας πολιτείας, Εὐρ. Ἴων 551, 1039, Ἀνδρ. 1003· πρβλ. τὸ Δελφοὶ ξεναγέται τοῦ Πινδ. ἐν Ν. 7. 63. Τὴν προξενίαν ἐνίοτε ἤσκουν ὁλόκληροι οἰκογένειαι καὶ κατήντησεν ἀξίωμα κληρονομικόν, Θουκ. 3. 2 καὶ 85., 5. 43, Ξεν. Συμπ. 8, 39. Οἱ πρόξενοι τῶν Ἀθηναίων εἶχον (ὡς γινώσκομεν) ἴδια προνόμια ὅτε ἐπεσκέπτοντο τὰς Ἀθήνας, οἷον ἰσοτέλειαν, προεδρίαν, κτλ., Δημ. 475. 10, Δείναρχ. 95 ἐν τέλ. ― Περὶ τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἴδε Δημ. 1237. 17, πρβλ. Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 116. 4, Ulrich de Proxenia (Berl. 1822), Meier de Pr. (Hal. 1843). 2) ἐν ἀρχαίᾳ ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 4) οἱ πρόξενοι φαίνεται ὅτι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καταγράφοντες τὰς διαθήκας, Böckh σ. 12. ΙΙ. καθόλου, προστάτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 419, 492, 919, 920, Ἀριστοφ. Θεσμ. 602, πρβλ. 576 φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, κατώρθωσαν νὰ τύχωσι καλῆς ὑποδοχῆς, ὑπὸ τῆς Κλυταιμνήστρας δηλαδή, ἀλλ’ ἡ ὑποκρυπτομένη ἔννοια εἶναι, ὡς λέγει ὁ Σχολ., «ὅτι κατ’ ἐκείνης τὸν φόνον εἰργάσαντο», Σοφ. Ἠλ. 1451· προξένῳ χρῆσθαί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 716. 2) ὡς ἐπίθετ., βοηθός, ἐπίκουρος, μετὰ γεν., τεῦχος πρ. εὐφραδίης Ἀνθ. Π. 1. 28, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 72. ― πρόξενϝος Kaib. ep. 119, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
proxène :
1 hôte public, titre d’honneur décerné à des Grecs ou à des étrangers qui avaient rendu service à une Cité;
2 étranger résidant dans une cité et chargé, à titre honorifique, des intérêts de ses nationaux (à peu près comme nos consuls ou résidents) ; patron, protecteur.
Étymologie: πρό, ξένος.
English (Slater)
πρόξενος
1 one who enjoys good relations (with foreigners), intimate τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (cf. Παρθ. 2. 41—3.) (I. 4.8)