νικαφορία: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>νῑκᾱφορία</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[victory]] in [[athletic]] [[competition]]. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ [[νικαφορία]] σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον [[ἄστυ]] τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.
|sltr=<b>νῑκᾱφορία</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[victory]] in [[athletic]] [[competition]]. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ [[νικαφορία]] σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον [[ἄστυ]] τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.
}}
}}

Revision as of 12:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφορία Medium diacritics: νικαφορία Low diacritics: νικαφορία Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: nikaphoría Transliteration B: nikaphoria Transliteration C: nikaforia Beta Code: nikafori/a

English (LSJ)

νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.

Greek (Liddell-Scott)

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.

English (Slater)

νῑκᾱφορία
   1 victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.