ὄσσε: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὄσσε]] (τώ)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>eyes [[τὰς]] δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς (Kaibel: ἀκτ. προσώπων, ἀκτ. ὄσσων codd. Athenaei) fr. 123. 2.
|sltr=[[ὄσσε]] (τώ)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> eyes [[τὰς]] δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς (Kaibel: ἀκτ. προσώπων, ἀκτ. ὄσσων codd. Athenaei) fr. 123. 2.
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσσε Medium diacritics: ὄσσε Low diacritics: όσσε Capitals: ΟΣΣΕ
Transliteration A: ósse Transliteration B: osse Transliteration C: osse Beta Code: o)/sse

English (LSJ)

τώ, prop. neut. dual,

   A the two eyes, nom. and acc. freq. in Hom., who however adds the Adj. in the pl., ὄ. φαεινά, αἱματόεντα, Il.13.435, 616 (dual φαεινώ 14.236): and the Verb in the sg., πυρὶ δ' ὄ. δεδήει 12.466 ; ὀξύτατον κεφαλῆς ἒκ δέρκεται ὄ. 23.477 ; ἐν δέ οἱ ὄ. δαίεται Od.6.131 : later gen. pl. ὄσσων Hes.Th.826, A.Pr.400 (lyr.), Supp.Epigr. 3.400.5 (Delph., iii B.C.); dat. ὄσσοις, ὄσσοισι, Hes.Sc.145, 426,430, Sapph.29, A.Pr.144 (lyr.), 679, Ag.469 (lyr.), S.Ant.1231, Ichn.47, etc.; Eust.58.28 cites also dat. ὄσσει, and Hsch. gen. pl. ὀσσέων. (Prob. I.-E. oq[uglide]-ye, cf. ὄσσομαι, ὄψομαι.)

German (Pape)

[Seite 398] τώ, neutr. dual., mit οπ, ὄψομαι, zusammenhangend, die beiden Augen; Hom. nur nom. u. accus.; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461, u. sehr häufig in dieser Verbindung; πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ, 13, 3; ὄσσε λαμπέσθην, 21, 415; aber auch mit dem sing., ὄσσε δεδήει, 12, 466, oft; das adj. steht auch im plur. dabei, ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα, 13, 435. 617; Hes. u. Tragg., die auch den gen. ὄσσων u. dat. ὄσσοις haben, Hes. Th. 826 Sc. 145. 426. 430; ἀπ' ὄσσων Aesch. Prom. 398; φοβερὰ δ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλη προσῇξε 144, wie Ag. 456; ἣν μήποτ' ἐγὼ προσιδεῖν ὤφελον, ὄσσοις, Soph. Trach. 994, wie Ant. 1216; ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κίδναται, Eur. Hec. 916; ἐμοὶ κατ' ὄσσων ὡρμήθη δάκρυ, Med. 906 (ὄσσε nur Aesch. Pers. 1021 Eur. Troad. 1314); so auch sp. D., ὄσσοις Ep. ad. 283 (Plan. 96), ὄσσων, Theocr. 24, 73. – Eust. Il. 58, 27 führt vom sing. auch den dat. ὄσσει an, und die Gramm. nehmen einen zweifachen nom. sing. an, ὁ ὄσσος u. τὸ ὄσσος, wovon Hesych. ὀσσέων bemerkt (vgl. ὄσσομαι).

Greek (Liddell-Scott)

ὄσσε: τώ, οὐδ. δυϊκ., οἱ δύο ὀφθαλμοί, ὀνομ. καὶ αἰτ. συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ὅμως συνάπτει τὸ ἐπίθ. κατὰ πληθ., ὄσσε φαεινά, αἱματόεντα Ἰλ. Ν. 435, 616· καὶ τὸ ῥῆμα καθ’ ἐν., πυρὶ δ’ ὄσσε δεδῄει Μ. 466· ὀξύτατον κεφαλῆς ἐκδέρκεται ὄσσε Ψ. 477· ἐν δὲ οἱ ὄσσε δαίεται Ὀδ. Ζ. 131· - ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. εὑρίσκομεν γεν. πληθ. ὅσσων, κατὰ τὴν β΄ κλίσ., Ἡσ. Θεογ. 826, Αἰσχύλ. Πρ. 400· καὶ δοτ. ὅσσοις, ὅσσοισι, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 145, 426, 430, Σαπφοῦς Ἀποσπ. 18, Αἰσχύλ. Πρ. 144, 679, Ἀγ. 470, Σοφ. Ἀντ. 1231, κτλ.· ὁ Εὐστ. 58. 28, μνημονεύει καὶ δοτ. ὄσσει, ὁ δὲ Ἡσύχ. καὶ γεν. πληθ., «ὀσσέων· ὀφθαλμῶν», ἀλλ’ οὔτε ὅσσος, τὸ, οὔτε ὅσσος, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει Spitzn. Vers. Her. 75. (Ἐντεῦθεν ὄσσομαι, ὄψομαι.)

French (Bailly abrégé)

ὄσσων, ὄσσοις, ὄσσε (τὼ);
les deux yeux : ὄσσε λαμπέσθην, ὄσσε φάανθεν, ou avec le verbe au sg. : ὄσσε δεδήει IL ses yeux brillaient.
Étymologie: p. ὄκjε, de la R. Ὀπ, voir ; cf. ὄσσομαι.

English (Autenrieth)

(root ὀπ, cf. oculus), du.: the (two) eyes, with attributes in du. or pl., and verb in all three numbers.

English (Slater)

ὄσσε (τώ)
   1 eyes τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς (Kaibel: ἀκτ. προσώπων, ἀκτ. ὄσσων codd. Athenaei) fr. 123. 2.