πω: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πω</b> c. neg.,<br /> <b>1</b>[[not]] [[yet]] [[σύμβολον]] δ' οὔ πώ [[τις]] ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ [[Μοῖσα]] γὰρ οὐ [[φιλοκερδής]] πω τότ' ἦν οὐδ [[ἐργάτις]] (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ [[οὐκ]] ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω [[καλῶν]] δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ [[καλῶν]] Tricl., edd. plerique: [[fort]]. locus magis corruptus) (I. 8.70)] | |sltr=<b>πω</b> c. neg.,<br /> <b>1</b> [[not]] [[yet]] [[σύμβολον]] δ' οὔ πώ [[τις]] ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ [[Μοῖσα]] γὰρ οὐ [[φιλοκερδής]] πω τότ' ἦν οὐδ [[ἐργάτις]] (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ [[οὐκ]] ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω [[καλῶν]] δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ [[καλῶν]] Tricl., edd. plerique: [[fort]]. locus magis corruptus) (I. 8.70)] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. κω, enclit. Particle,
A up to this time, yet, in early Ep. always with a neg., with which it sts. forms one word, cf. οὔπω, μήπω, etc.; sts. a word is interposed, οὐδ' ἄρα πώ τι ᾔδεε Il.17.401; μὴ δή πω . . λυώμεθα . . ἵππους 23.7, cf. A.Pr.27,511, S.OT105, Tr.591,1061, etc.; μὴ συναλλάξαντά πω Id.OT1110. II at all, with neg. in Ep., οὐδέ τί πω ἴδμεν (που Ar.Byz.) Il.1.124; οὔ πω τλήσομ' 3.306; μὴ δή πω χάζεσθε 15.426: after Hom. sts. with questions which imply a negative, ἢ ξυναλλάξας τί πω; S.OT1130 (v.l. που) ; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε; has ever a city meditating revolt . .? Th. 3.45.
German (Pape)
[Seite 826] ion. κω, enklit. Partikel, noch, je, irgend; gewöhnlich bei Hom. u. Hes.; bei Pind. immer nach einer Negation, οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, noch nicht, die oben angeführt sind, wie οὐπώποτε, οὐδεπώποτε. – Ohne Verneinung in Fragen, die nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind; Soph. O. R. 1130; πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε, welche irgend abtrünnige Stadt, Thuc. 3, 45. – Es ist ursprünglich dor. = που, und wurde nach den VLL. von den Doriern, bes. den Siciliern auch für πόθεν gebraucht; πῶ τις ὄνον ὠνασῆται; Sophron bei E. M., wovon soll man einen Esel kaufen? Vgl. πώμαλα.
Greek (Liddell-Scott)
πω: Ἰων. κω, ἐγκλιτ. μόριον, μέχρι τοῦδε, ἀκόμη, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., ὡς τὸ Λατ. -dum (non-dum), μεθ’ ἧς πολλάκις ἀποτελεῖ μίαν λέξιν οὔπω, μήπω, ἡ δὲ χρῆσις ἐπεκράτησε μετὰ ταῦτα· ἴδε οὔπω, μήπω, οὐδέπω, μηδέπω, οὔτιπω, καὶ μάλιστα· τὸ πώποτε· - ἐνίοτε περεμβάλλεται ἄλλη τις λέξις, οὐδ’ ἄρα πώ τι ᾔδεε Ἰλ. Ρ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 27. 512, Σοφ. Ο. Τ. 105, Τρ. 591, 1061, κτλ· μὴ ξυναλλάξαντά πω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1110. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐνίοτε κεῖται μετ’ ἐρωτήσεων, αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν, ἢ ξυναλλάξας τί πω; - οὐχ ὥστε γ’ εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο αὐτόθι 1130 πόλις ἀφισταμένη τίς πω τούτῳ ἐπεχείρησε Θουκ. 3. 45· ἴδε ἐν λ. πώποτε.
English (Slater)
πω c. neg.,
1 not yet σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν (O. 12.7) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6) [ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χόα (vel χεία) πω καλῶν δάμασεν (cod. contra metr.: ὑπὸ χείᾳ καλῶν Tricl., edd. plerique: fort. locus magis corruptus) (I. 8.70)]