ὀπαδός: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "&nbsnbsp;" to " ") |
(slb) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> suivant, suivante;<br /><b>2</b> qui poursuit, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕπομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> suivant, suivante;<br /><b>2</b> qui poursuit, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕπομαι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.)<br /> <b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.)<br /> <b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) | |sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.)<br /> <b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 17 August 2017
English (LSJ)
A v. ὀπηδός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.
English (Slater)
ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.)
1 attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
English (Slater)
ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.)
1 attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.] ὀπαδὸν ως [?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)