σύμφορος: Difference between revisions
(sl1) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui convient à, <i>dat. ou</i> [[ἐς]] et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;<br /><i>Cp.</i> συμφορώτερος, <i>Sp.</i> συμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui convient à, <i>dat. ou</i> [[ἐς]] et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;<br /><i>Cp.</i> συμφορώτερος, <i>Sp.</i> συμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σύμφορος]] ? συ]μφορο [(supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σύμφορος]] ? συ]μφορο [(supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12. | |sltr=[[σύμφορος]] ? συ]μφορο [(supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.Op.302: c. gen., πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο Id.Th.593. II suitable, useful, profitable, c. dat., ἔκτη . . κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν the sixth day is not good for a girl, Id.Op.783; οὐ . . σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι Thgn.457; ἡ πενίη κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν Id.526; πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς . . Th.3.47; πρὸς . . Pl.Lg.766e, Isoc.6.74 (Sup.); σύμφορόν ἐστι, = συμφέρει, Hdt.8.60.ά, S.OC592; Πλούτῳ . . τοῦτο -ώτατον Ar.Pl.1162, cf. Th.2.36: τὰ σ. what is expedient, S.OC464, etc.; τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς departing from his necessary (i.e. natural) interests, Th.4.128; δρᾶν τὰ -ώτατά τινι E.Med.876; τὸ ὑμέτερον ξ. your plea of expediency, opp. τὸ δίκαιον, Th.5.98, cf. 3.47. Adv., -ρως ἔχειν to be expedient, Isoc.5.102; Χρῆσθαι X.Cyr.4.2.45: Comp. -ώτερον Id.HG6.5.39: Sup. -ώτατα Th.8.43, X.Cyr.5.3.22, PCair.Zen.637.14 (iii B.C.), etc. 2 rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Th.8.96. III τὸ σύμφορον ὄνομα is f.l. for τὸ σῦφαρ ὄνομα (cj. Schöne, Berl.Sitzb.1924.100) in Gal.6.379.
German (Pape)
[Seite 992] das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Uebersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῦτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφορος: -ον, (συμφέρω) ὁ ὁμοῦ μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, ἡ πεῖνα εἶναι σύντροφος τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· μετὰ γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, πρόσφορος, ἁρμόδιος, κατάλληλος, καλός, μετὰ δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, ἡ ἕκτη ἡμέρα δὲν εἶναι καλὴ διὰ κοράσιον, «κόρη δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· πρός… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος δικαιολογία σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι ὅπως πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui convient à, dat. ou ἐς et l’acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l’inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;
Cp. συμφορώτερος, Sp. συμφορώτατος.
Étymologie: σύν, φέρω.
English (Slater)
σύμφορος ? συ]μφορο [(supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.
English (Slater)
σύμφορος ? συ]μφορο [(supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.