φύρω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ἔφυρσα, subj. φύρσω, [[pass]]. perf. [[part]]. πεφυρμένος: [[wet]], [[moisten]]. | |auten=aor. ἔφυρσα, subj. φύρσω, [[pass]]. perf. [[part]]. πεφυρμένος: [[wet]], [[moisten]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[φύρω]] (redupl. pffut. [[pass]]. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.)<br /> <b>1</b> [[foul]] βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v. l.) (N. 1.68) met., [[confound]], “[[ἀλλά]] μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν [[ποτὶ]] πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[φύρω]] (redupl. pffut. [[pass]]. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.)<br /> <b>1</b> [[foul]] βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v. l.) (N. 1.68) met., [[confound]], “[[ἀλλά]] μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν [[ποτὶ]] πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73) | |sltr=[[φύρω]] (redupl. pffut. [[pass]]. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.)<br /> <b>1</b> [[foul]] βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v. l.) (N. 1.68) met., [[confound]], “[[ἀλλά]] μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν [[ποτὶ]] πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:39, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], Hes.Op.61, Pl.Phd.97b: impf.
A ἔφῡρον Il.24.162, A.Pr. 450: fut. φύρσω Pi.Pae.2.73, Hsch.: aor. subj. φύρσω Od.18.21, inf. φύρσαι A.R.2.59; later ἔφῡρα AP7.476 (Mel.), Luc.Prom.13:— Med., aor. part. φυρσάμενος Nic.Th.507:—Pass., fut. πεφύρσομαι Pi.N.1.68 codd.; later φῠρήσομαι (συμ-) Sch. ad loc.: aor. ἐφύρθην A.Ag.732 (lyr.); later aor. 2 ἐφύρην [ῠ] (συναν-) Luc.Ep.Sat.28: pf. πέφυρμαι (v. infr.):—mix something dry with something wet, mostly with a sense of mixing so as to spoil or defile, γαῖαν ὕδει φ. Hes.Op.61; esp. of tears or blood, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον they wetted, sullied their garments with tears, Il.24.162: c. gen. pro dat., μή σε . . στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος Od.18.21:—Pass., δάκρυσι πεφυρμένη 17.103, etc.; ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι E.Or.1411 (lyr.); πεφυρμένος αἵματι Od.9.397; γῆ αἵματι πεφ. X.Ages.2.14; αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη A. l.c. (lyr.); μητρὸς . . ἐν αἵμασι πεφυρμένοι E.El.1173; πάντα βορβόρῳ πεφυρμένα Semon.7.3; ἱστίον . . πεφυρμένον πρινὸς ἄνθεϊ stained, dyed, Simon.54: dub. in signf. of φυράω, ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυρμένα, v.l. for πεφυραμένα in Th.3.49; τέφρᾳ πεφυρμένῃ ὄξει, v.l. for πεφυραμένῃ in Gp.5.39.2. 2 of dry things, κόνει φύρουσα . . κάρα E.Hec.496; γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν to be doomed to have one's hair defiled with earth, Pi. l.c.; ἄνθος ἔφυρε κόνις AP7.476 (Mel.). II metaph., jumble together, confound, confuse, ἔφυρον εἰκῇ πάντα they mingled all things up together, did all at random, A.Pr.450, cf. Ar.Ra.945, Pl.Phd.97b; (Med., οὐκ ἂν φύροιο would not jumble your arguments, ib.101e); φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες E.Hec.958; ἐν ταῖς ὁμιλίαις φύρειν to speak confusedly among themselves, M.Ant.8.51:—Pass., to be mixed up, ἐν τῷ αὐτῷ Pl.Grg.465c, cf. d; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους διεσταθμήσατο from a confused and savage state, E.Supp. 201. 2 Med., mix with others, mingle in society, Pl.Lg.950a; φύρεσθαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον associate, have dealings with him, Id.Hp. Ma.291a; φυρομένοισιν ἀεὶ περὶ γαστέρος ὁρμήν wallowing in the lusts of the belly, Opp.H.3.440, and cf. μείγνυμι B. 3 confound, Pi.Pae.2.73 (expld. by Sch. as = ἀποκτενεῖ). 4 Pass., metaph., to be mutually befouled by abuse, Plu.2.89d. (Prob. cogn. with πορφύρω.)
German (Pape)
[Seite 1316] fut. φύρσω, fut. pass. πεφύρσομαι, Pind. N. 1, 68 (vgl. φυράω), – mischen, vermischen, unter einander mengen; bes. mit irgend einer Feuchtigkeit anmachen, γαῖαν ὕδει Hes. O. 61; benetzen, besudeln, verunreinigen und verderben, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον Il. 24, 162; auch στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος, Od. 18, 21; u. pass., πεφυρμένος αἵματι 9, 397; δάκρυσι πεφυρμένη 17, 103 u. sonst; γαίᾳ πεφύρσεσθαι Pind. a. a. O.; αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη Aesch. Ag. 714; κόνει φύρουσα δύστηνον κάρα Eur. Hec. 496; ὄμμα δακρύοις πεφυρμένον Or. 1411; Sp. Bes. den Teig zu Brot oder Kuchen mischen und kneten, auch absolut, ὁ φύρων, sc. τὰ ἄλφιτα, der Brotteig knetet, Xen. Hell. 7, 2,22; πεφυρμένα τὰ ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ, geschrotene Gerste mit Oel und Wein gemischt. – Pass., mit Etwas untermischt, voll wovon sein, πάντ' ἀν' οἶκον βορβόρῳ πεφυρμένα Simonids frg. 11, 3; dah. δάκρυσιν ὄσσε πεφυρμένα Ap. Rh. 3, 673, u. Anth. öfter; γῆ αἵματι πεφυρμένη Xen. Ag. 2, 14; Plut. Pyrrh. 24 u. A. – llebertr., durch einander mengen, verwirren, in Unordnung bringen, φ. καὶ ταράσσειν Plut.; ἔφυρον εἰκῆ πάντα, sie mengetne Alles aufs Gerathewohl durch einander, trieben Alles ohne Ordnung u. Regel, Aesch. Pr. 448; φύρειν ἐν ταῖς ὁμιλίαις, unüberlegt, verworren durch einander reden, M. Ant. 8, 51; pass. in Unordnung, Verwirrung, Bestürzung gerathen, Plat. Phaed. 101 d; beschmutzen, πεφυρμένον αἵματι πολλῷ Ep. ad. 26 (XII, 123); φύρεσθαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον, sich mit dem Menschen abgeben, mit ihm umgehen, Plat. Hipp. mai 291 a; πεφυρμένος περὶ γαστέρος ὁρμήν, sich in den Lüsten des Bauches wälzen, Opp. Hal. 3, 440.
Greek (Liddell-Scott)
φύρω: [ῡ], παρατ. ἔφῡρον· ― ἀόρ. ἔφυρσα Ὀδ. Σ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· μεταγεν. ἔφῡρα, Λουκ. Προμ. 13, Εὐστ. Πονημάτ. 279. 87. ― Μέσ., ἀόρ. μετοχ. φυρσάμενος Νικ. Θηρ. 507. ― Παθ., μέλλ. πεφύρσομαι Πινδ. Ν. 1. 104 μεταγεν. φυρήσομαι (συμ-) Σχόλ. ἐν τόπῳ· ― ἀόρ. ἐφύρθην Αἰσχύλ. Ἀγ. 732· μεταγεν. ἀόρ. β΄. ἐφύρην (συναν-) Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 28. (Ἐκ τῆς √ΦΥΡ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. φυράω, φύρδην, φύρμα, φυρμός). Μιγνύω τι ξηρὸν μετὰ οὐσίας ὑγρᾶς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φθείρειν, καταστρέφειν ἢ μιαίνειν, φ. γαῖαν ὕδει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61· μάλιστα ἐπὶ δακρύων ἢ αἵματος, δάκρυσιν εἵματ’ ἔφυρον, ὕγραινον, ἔβρεχον τὰ ἐνδύματά των μὲ τὰ δάκρυα, Ἰλ. Ω. 162· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντὶ δοτ., στῆθος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος Ὀδ. Σ. 21. ― Παθ., δάκρυσι πεφυρμένη Ρ. 103, κλπ.· ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι Εὐρ. Ὀρ. 1411· πεφυρμένος αἵματι Ὀδ. Ι. 397, Ξεν. Ἀγησ. 2. 14· αἵματι δ’ οἶκος ἐφύρθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 732· ἐν αἵμασι Εὐρ. Ἠλ. 1172· πάντα βορβόρῳ πεφυρμένα Σιμωνίδης Ἰαμβογρ. 6. 3· ἱστίον... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου, βεβαμμένον, Σιμωνίδης 23. 2) ἐπὶ ξηρῶν οὐσιῶν ἢ πραγμάτων, κόνει φύρουσα κάρα Εὐρ. Ἑκ. 496· γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν, «καὶ τὴν κόμην αὐτῶν... συμφυρήσεσθαι τῇ γῇ συμβήσεται» (Σχόλ.), Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 7. 476. ― Ἡ ἔννοια τοῦ μιγνύναι ἄλευρον εἰς ἀποτέλεσιν φυράματος ἢ «ζυμαριοῦ» εἶναι πολὺ ἀμφ. ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ, ἀνθ’ οὗ ἀποκαθίσταται τὸ φυράω παρὰ Θουκ., Ξεν., κλπ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Αἴ. (ἔκδ. 3) σ. 151. ΙΙ. μεταφ., ἀναμιγνύω ὁμοῦ, συγχέω, φέρω ἄνω κάτω, «ἀνακατώνω», ἔφυρον εἰκῇ πάντα, ἀνέμιξαν τὰ πάντα, ἔφερον ἄνω κάτω, Αἰσχύλ. Πρ. 450, πρβλ. Ἀριστ. Βάτρ. 945, Πλάτ. Φαίδ. 97Β· (καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, οὐκ ἂν φύροιο, δὲν ἤθελες «ἀνακατώσῃ» τὰ πάντα ἐν συγχύσει, αὐτόθι 101Ε)· φύρουσι δ’ αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες Εὐρ. Ἑκ. 958· φύρειν ἐν ταῖς ὁμιλίαις, διαλέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους συγκεχυμένως, Μ. Ἀντων. 8. 51. ― Παθ., ἀναμιγνύομαι, «ἀνακατώνομαι», ἐν τῷ αὐτῷ Πλάτ. Φαίδων 465C, Ε· ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους, ἐκ καταστάσεως συγκεχυμένης καὶ ἀγρίας, Εὐρ. Ἱκ. 201. 2) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀνακατώνομαι μετ’ ἄλλων, ἀναμιγνύομαι ἐν κοινωνίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 950Α· φύρομαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συναναστρέφομαι, ἔχω σχέσεις πρὸς αὐτόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 291Α· φυρομένοισιν ἀεὶ περὶ γαστέρος ὁρμήν, οἵτινες κυλίονται πάντοτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς κοιλίας, καὶ ἴδε μίγνυμι Β. πρβλ. Ruhnk. Τίμ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 440. 3) μολύνω διὰ κακῶν λέξεων, κακολογῶ, ὑβρίζω, Πλούτ. 2. 89D.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔφυρσα, postér. ἔφυρα, pf. inus.
Pass. ao. ἐφύρθην, ao.2 ἐφύρην, pf. πέφυρμαι, f.ant. πεφύρσομαι;
I. délayer, détremper :
1 mouiller, tremper : δάκρυσιν εἵματα IL mouiller ses vêtements de larmes ; ou avec le gén. : στῆθος αἵματος OD inonder sa poitrine de sang ; p. anal., en parl. de la poussière κόνει φύρειν κάρα EUR inonder sa tête de poussière;
2 enduire : ἐλαίῳ καὶ στέατι PLUT d’huile et de suif;
II. pétrir : οἱ φύροντες (s.e. ἄλφιτα) XÉN ceux qui pétrissent la farine ; Pass. πεφυρμένα τὰ ἄλφιτα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ THC orge égrugée mêlée avec du vin et de l’huile ; fig. mêler et remuer comme pour pétrir ; brouiller, gâcher : εἰκῇ πάντα ESCHL brouiller tout à dessein ; qqf en b. part φ. τινὰ τρόπον τῆς μεθόδου PLAT former confusément (litt. pétrir) dans son esprit qqe système ; au Pass.-Moy. être brouillé, confondu, se brouiller, se confondre ; fig. se troubler : οὐκ ἂν φύροιο PLAT tu ne te troublerais pas.
Étymologie: R. Φυρ, mêler ; cf. φυράω, φύρδην, φυρμός.
English (Autenrieth)
aor. ἔφυρσα, subj. φύρσω, pass. perf. part. πεφυρμένος: wet, moisten.
English (Slater)
φύρω (redupl. pffut. pass. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.)
1 foul βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v. l.) (N. 1.68) met., confound, “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73)
English (Slater)
φύρω (redupl. pffut. pass. πεφύρσεσθαι, Schwyz., 1. 783.)
1 foul βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (πεφυρήσεσθαι v. l.) (N. 1.68) met., confound, “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν” (ἀποκτενεῖ Σ.) (Pae. 2.73)