μετατρέπω: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετατρέπω''': μέλλ. -ψω, [[τρέπω]] [[ὀπίσω]] ἢ [[μακράν]], μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· [[μετὰ]] δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, [[ὀπίσω]], «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, [[μετὰ]] δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, Τρώων, τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· [[σχέτλιος]] οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. [[ἐντρέπω]] ΙΙ. 2, [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 3, [[μεταστρέφω]] ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. | |lstext='''μετατρέπω''': μέλλ. -ψω, [[τρέπω]] [[ὀπίσω]] ἢ [[μακράν]], μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· [[μετὰ]] δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, [[ὀπίσω]], «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, [[μετὰ]] δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, Τρώων, τῶν [[οὔτι]] μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· [[σχέτλιος]] οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. [[ἐντρέπω]] ΙΙ. 2, [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 3, [[μεταστρέφω]] ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 17 August 2017
English (LSJ)
Aeol. πεδατρέπω Alc.Supp.28.10:—
A overthrow, l.c. 2 turn back or away, μοῖραν -τρᾰπεῖν (aor. 2 inf.) Pi.Fr.177; μετὰ δ' ὑμέας ἔτραπεν αἶσα A.R.3.261; οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων LXX4 Ma.15.18. 3 change, νόημα AP9.114 (Parmen.):—Pass., ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος -τραπήτω v.l. in Ep.Jac.4.9; μετατραπεὶς τῇ διανοίᾳ Aristeas99 (μετατραπείς seems to be corrupt in Plu.2.154e). II Med., turn oneself round, turn round, θάμβησεν δ' Ἀχιλεύς, μετὰ δ' ἐτράπετ' Il.1.199, etc. 2 Med. with aor. 2 Pass. μετετράπην, look back to, care for, show regard for, c. gen., Τρώων, τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις 1.160, cf.12.238; σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος 9.630: c. acc., οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν LXX 4 Ma.7.12.—Not in Prose before Aristeas.
German (Pape)
[Seite 155] umwenden, umkehren, Sp. – Häufiger im pass., sich umwenden, umkehren, μετὰ δ' ἐτράπετο Il. 1, 199, μετατραπείς Plut. Sept. sap. conv. 11. – Gew. übertr., sich an Etwas kehren, c. gen., τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις, Il. 1, 160. 12, 238, φιλότητος ἑταίρων, 9, 630; Ap. Rh. 4, 358.
Greek (Liddell-Scott)
μετατρέπω: μέλλ. -ψω, τρέπω ὀπίσω ἢ μακράν, μοῖραν Πινδ. Ἀποσπ. 164· μετὰ δ’ ὑμέας ἔτραπεν αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στρέφομαι, ὀπίσω, «γυρίζω», θάμβησεν δ’ Ἀχιλεύς, μετὰ δ’ ἐτράπετ’ Ἰλ. Α. 199, κτλ. 2) βλέπω πρὸς τὰ ὀπίσω, φροντίζω περί τινος, Τρώων, τῶν οὔτι μετατρέπῃ οὐδ’ ἀλεγίζεις Α. 160, πρβλ. Μ. 238· σχέτλιος οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος Ι. 630 (623)· πρβλ. ἐντρέπω ΙΙ. 2, ἐπιστρέφω ΙΙ. 3, μεταστρέφω ΙΙ. 2. - Τὸ σύνθετον τοῦτο φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.