πεμπταῖος: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=on the [[fifth]] [[day]], pl., Od. 14.257†. | |auten=on the [[fifth]] [[day]], pl., Od. 14.257†. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A on the fifth day, mostly agreeing with the Subject, π. ἱκόμεσθα on the fifth day we came, Od.14.257, cf. Hp. Aph.4.36; π.γεγενημένος born five days before, Pi.O.6.53; πεμπταῖα λογίζομαι . . γενέσθαι D.19.59; προκεῖσθαι π. to have been five days laid out as dead, Ar. Av. 474; [νεκροὶ] ἤδη ἦσαν π. X.An.6.4.9; ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι came to a crisis with those who had had it five days, Hp.Epid. 1.20; π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς, Plu. Fab.17, Luc. Halc.5. II every fifth day, π. πυρετοί quintan fevers, Hp. Epid.1.24, cf. Alex. Aphr.Pr.2.10; ποτισμοί POxy.729.24 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 553] fünftägig, am fünften Tage; πεμπταῖοι δ' Αἴγυπτον ἱκόμεσθα, Od. 14, 257; πεμπταῖον γεγεναμένον, Pind. Ol. 6, 53; τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, Ar. Av. 474; νεκροὶ ἤδη ἦσαν πεμπταῖοι, Xen. An. 6, 2, 9, sie lagen schon fünf Tage; u. so bei den Folgdn überall.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπταῖος: -α, -ον, (πέμπτος) ὁ κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ συμφωνεῖ πρὸς τὸ ὑποκείμενον πεμπταῖοι ἱκόμεσθα, ἤλθομεν κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Ὀδ. Ξ. 257, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1250· πεμπταῖος γεγεννημένος, γεννηθεὶς πρὸ πέντε ἡμέρῶν, Πινδ. Ο. 6. 89· πεμπταῖος ἐγένετο, κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Δημ. 359. 19· γῆν δ’ οὐκ εἶναι τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, (λέγων) ὅτι δὲν ὑπῆρχε γῆ καὶ ὅτι ὁ (κορυδὸς) ἔκειτο ἄταφος ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 474· ἦσαν νεκροὶ ἤδη πεμπταῖοι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 9· ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι, ἐπῆλθεν ἡ κρίσις τοῦ πυρετοῦ εἰς τοὺς ἔχοντας αὐτὸν ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἱππ. 956Η· π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς Πλουτ. Φάβ. 17, Λουκ. Ἁκλυὼν 5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui a lieu ou arrive le 5ᵉ jour ou depuis cinq jours.
Étymologie: πέμπτη.