πόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[fighting]], [[war]], [[battle]].—π(τ)όλεμόνδε, [[into]] the [[fight]], to the [[war]].
|auten=[[fighting]], [[war]], [[battle]].—π(τ)όλεμόνδε, [[into]] the [[fight]], to the [[war]].
}}
{{Slater
|sltr=[[πόλεμος]] (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[war]] Ὀλυμπιάδα [[ἀκρόθινα]] πολέμου (O. 2.4) ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος (O. 2.44) ὀρνυμένων πολέμων (O. 8.34) ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) τὰν πολέμοιο δόσιν [[ἀκρόθινα]] διελὼν ἔθυε (O. 10.56) λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.4) οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις (πολέμοιο coni. Bergk, cf. (O. 2.44)) (P. 1.47) νεότατι μὲν ἀρήγει [[θράσος]] δεινῶν πολέμων (P. 2.64) ἐν πολέμῳ (P. 3.101) [[Ἡσυχία]] βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας (P. 8.3) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.16) εἰ δ' ὄλβον ἢ [[χειρῶν]] βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) ἐν πολέμῳ (N. 9.36) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο [[νέφος]] (N. 10.9) φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων [[ἀνδρῶν]] ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι [[ἔσχον]] πολέμοιο [[νεῖκος]] (I. 7.36) “υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” (I. 8.36) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ [ενοι] χθόνα (Pae. 2.59) στ [ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις τινός; (Pae. 9.13) πολέμου [Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ [[πόλεμος]] ἀπείροσιν fr. 110.] πολεμοι [P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “[[τρέω]] [[τοι]] πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. [[war]] [[with]] [[Zeus]] (Pae. 4.41) met., warspirit μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.51) pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1.
}}
{{Slater
|sltr=[[πόλεμος]] (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[war]] Ὀλυμπιάδα [[ἀκρόθινα]] πολέμου (O. 2.4) ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος (O. 2.44) ὀρνυμένων πολέμων (O. 8.34) ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) τὰν πολέμοιο δόσιν [[ἀκρόθινα]] διελὼν ἔθυε (O. 10.56) λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.4) οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις (πολέμοιο coni. Bergk, cf. (O. 2.44)) (P. 1.47) νεότατι μὲν ἀρήγει [[θράσος]] δεινῶν πολέμων (P. 2.64) ἐν πολέμῳ (P. 3.101) [[Ἡσυχία]] βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας (P. 8.3) ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.16) εἰ δ' ὄλβον ἢ [[χειρῶν]] βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) ἐν πολέμῳ (N. 9.36) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο [[νέφος]] (N. 10.9) φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων [[ἀνδρῶν]] ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι [[ἔσχον]] πολέμοιο [[νεῖκος]] (I. 7.36) “υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” (I. 8.36) τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ [ενοι] χθόνα (Pae. 2.59) στ [ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.105) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις τινός; (Pae. 9.13) πολέμου [Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ [[πόλεμος]] ἀπείροσιν fr. 110.] πολεμοι [P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “[[τρέω]] [[τοι]] πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. [[war]] [[with]] [[Zeus]] (Pae. 4.41) met., warspirit μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ (O. 13.51) pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1.
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόλεμος Medium diacritics: πόλεμος Low diacritics: πόλεμος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: pólemos Transliteration B: polemos Transliteration C: polemos Beta Code: po/lemos

English (LSJ)

and Ep. πτόλεμος, ὁ,

   A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib.226, etc.; even of single combat, 7.174; πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177, 5.891; φυλόπιδος . . καὶ πολέμοιο 18.242; ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492, cf. 14.37,96; π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib.737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.; ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24; Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22; ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36; ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp.196a; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54; ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11; ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148; π. Δεκελεικός Isoc.8.37, 14.31; π. ξενικός Arist.Pol.1272b20; δουλικοὶ π. Ath.6.272f; ἱερὸς π. Ar.Av.556, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp.342, cf. Ar.Ach.913, etc.: c. dat., ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp.439; π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45; π. θέσθαι τινί E.Or.13; π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3; π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20, cf. Plu. 2.829e; ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF1168; π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140; ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36; ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg.702d, Phdr.242b: in pl., Democr. 250, etc.; διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd.66c, cf. R.460a, al.    II personified, War, Battle, Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78, cf. Ar.Pax205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53; ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr.423.    2 metaph. of womankind, πολυτελὴς π. Secund.Sent.8.

German (Pape)

[Seite 654] ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φθισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσθαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυσθύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ θέσθαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος θεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσθαι, ἄρασθαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.

Greek (Liddell-Scott)

πόλεμος: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρου) πτόλεμος, ὁ, μάχη, καὶ καθόλου, πόλεμος, ὡς καὶ νῦν, Ὅμ.· πολλάκις συνάπτεται μετ’ ἄλλων συνωνύμων, πόλεμοί τε μάχαι τε Ἰλ. Α. 177, κτλ.· φυλόπιδος… καὶ πολέμοιο Σ. 242, κτλ.· ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Α. 492, κτλ.· π. καὶ δηιοτῆτος Ε. 348, κτλ.· ὡσαύτως ἐν περιφράσ., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο Ἰλ. Ν. 271, 635, Ρ, 253, πρβλ. γέφυρα, νέφος, στόμα· ― τὰ Ὁμηρικὰ ἐπίθετα εἶναι: ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήιος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκριόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ἴδε τὰς λέξ.· π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, δηλ, κινηθεὶς ὑπ’ αὐτῶν, Γ. 165, Ω. 8, κτλ.· οὕτως, ὁ τῶν βαρβάρων π. Θουκ. 1. 24· ὁ παρών, ὁ μέλλων π. αὐτόθι 32, 36· π. πρός τινα Ἡρόδ. 6. 2· ἐπί τινος Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22· πόλεμός ἐστί τισι πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Συμπ. 196Α· ― ἐπὶ ἀξιομνημονεύτων πολέμων, Δωριακὸς π. Χρησμ. παρὰ Θουκ. 2. 54· ὁ Ἰωνικὸς π. 8. 11· ὁ Φωκικὸς π. Αἰσχίν. 74. 37· π. ξενικὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 16, κτλ.· ― παρ’ Ἀττ. ἔχομεν πολλὰς φράσεις, οἷον, πόλεμον αἴρεσθαί τινι, παρασκευάζειν πόλεμον, στρατολογεῖν, κινεῖν πόλεμον ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 341, Ἀριστοφ. Ἀχ. 913, κτλ.· π. θέσθαι τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 13· π. ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, ἐκφέρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν, ποιεῖν ἀρχὴν τοῦ πολέμου: πόλεμον ποιῶ, κάμνω πόλεμον, ἀλλὰ πόλεμον ποιοῦμαι, ἐξακολουθῶ τὸν πόλεμον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ π. ἀναπαύειν, καταλύεσθαι, φέρειν εἰς πέρας τὸν πόλεμον, εἰρηνεύειν, ἴδε τὰς λέξ.· ἴδε ὡσαύτως ἀκήρυκτος, ἄσπονδος· ― μεταφορ., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, δηλ. οἱ λόγοι σου εἶναι εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 702D· ― ἐν τῷ πληθ., διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Πλάτ. Φαίδων 68C, πρβλ. Πολ. 460Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς προσωποποίησις, ὁ Πόλεμος, ἡ Μάχη, Πινδ. Ἀποσπ. 225, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 203. (Ἐκ τῆς √ΠΕΛ, πελεμίζω, ἧς πιθανῶς ἕτερος τύπος εἶναι ἡ √ΠΛΑΓ, πλήσσω, σχηματισθεῖσα κατ’ ἐπέκτασιν, ἴδε Κουρτ. ἀριθμ. 367.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. choc ; tumulte de combat ; d’où
1 en poésie combat, bataille ; même en parl. d’un combat singulier;
2 la guerre ; avec le gén. du peuple auquel on fait la guerre : ὁ τῶν βαρβάρων πόλεμος THC la guerre contre les barbares ; ou le gén. de celui qui fait la guerre : ὁ θεῶν πόλεμος XÉN la guerre des dieux, càd le châtiment divin;
3 ὁ Πόλεμος la Guerre personnifiée.
Étymologie: R. Πελ, agiter, bouleverser ; cf. πελεμίζω et παλαμή, lat. pello ; aucune parenté avec bellum, pour duellum, de duo ; v. πτόλεμος.

English (Autenrieth)

fighting, war, battle.—π(τ)όλεμόνδε, into the fight, to the war.