γυναικεῖος: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[γυνή]]): of women; βουλαί, Od. 11.437†. | |auten=([[γυνή]]): of women; βουλαί, Od. 11.437†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>γῠναικεῑος</b> <br /> <b>1</b> of women Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων [[γυναικεῖον]] στρατόν (O. 13.89) ἢ γυναικείῳ θράσειψυχρὰνφορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων by a [[woman]]'s [[impudence]] fr. 123. 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:57, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ον A. Ch.630 (lyr.), also ος, ον ib.878, E.IA233 (lyr.): Ion. γῠναικ-ήιος, η, ον: (γυνή):—
A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; λουτρόν Hes.Op.753; ἔργα Hdt.4.114; κόσμος Pl.R.373c; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; ῥοῦς leucorrhoea, Id.2.43; γονόρροια Aret.SD2.11; ἰατρός Sor.2.3; γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)). 2 in bad sense, womanish, effeminate, πένθος Archil.9.10; δράματα Ar.Th. 151; μαθήματα Pl.Alc.1.127a; γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R.469d. Adv. -είως, πικραίνεσθαι Id.Lg.731d; ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54; διακεῖσθαι D.C.38.18. II as Subst., 1 ἡ γυναικεία, Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11. b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10. 2 τὰ γυναικεῖα partes muliebres, Hp.Epid.1.26.ε',Aret.SA2.11. b = τὰ καταμήνια, Hp.Aph.5.28, Arist.PA648a31, al., LXX Ge.18.11. c lochia, Gal.17(2).817. d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3. e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64. f women's garments, PSI 4.341.7 (iii B. C.). 3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.
German (Pape)
[Seite 510] auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσθής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένθος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάθημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – θεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.
Greek (Liddell-Scott)
γυναικεῖος: -α, -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. γυναικήιος, -η, -ον, (γυνή):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, οἰκεῖος, ὅμοιος, ἁρμόδιος εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρ όν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. ἀγορά, ἴδε λ. ἀνδρεῖος·- ἡ γ. θεός, ἡ παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, θηλυπρεπής, ἐκτεθηλυμένος, πένθος Ἀρχίλ. 8.10· δρᾶμα Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· οὕτως ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. αὐλός. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =γυναικών, τὸ μέρος τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de femme, càd :
1 qui concerne les femmes ; ἡ γυναικεῖος θεός PLUT = lat. bona dea, la bonne déesse à Rome ; ἡ γυναικηΐη (ion.) HDT l’appartement des femmes, le gynécée;
2 qui convient aux femmes, propre aux femmes : γυναικεία ἐσθής HDT, γυναικεῖα ἱμάτια XÉN vêtement, manteaux de femme ; ἔργα γυναικεῖα HDT travaux de femme ; γυναικεῖαι βουλαί OD desseins de femme.
Étymologie: γυνή.
English (Autenrieth)
(γυνή): of women; βουλαί, Od. 11.437†.
English (Slater)
γῠναικεῑος
1 of women Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) ἢ γυναικείῳ θράσειψυχρὰνφορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων by a woman's impudence fr. 123. 8.