ἐπιγουνίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγουνίδιος''': -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι [[βρέφος]] αὑταῖς, [[νέκταρ]] ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ [[βρέφος]] ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι [[νέκταρ]] καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.
|lstext='''ἐπιγουνίδιος''': -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι [[βρέφος]] αὑταῖς, [[νέκταρ]] ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ [[βρέφος]] ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι [[νέκταρ]] καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62)
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγουνίδιος Medium diacritics: ἐπιγουνίδιος Low diacritics: επιγουνίδιος Capitals: ΕΠΙΓΟΥΝΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epigounídios Transliteration B: epigounidios Transliteration C: epigounidios Beta Code: e)pigouni/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον,

   A upon the knee, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62.

German (Pape)

[Seite 933] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνίδιος: -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι βρέφος αὑταῖς, νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.

English (Slater)

ἐπῐγουνῐδῐος
   1 on one's knee “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” i. e. as he lay on their knees (P. 9.62)