ἀμφιλαφής: Difference between revisions
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qui prend (la place) tout alentour ; grand, fort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[λαμβάνω]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qui prend (la place) tout alentour ; grand, fort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀμφιλαφής]] <br /> <b>1</b> [[wide]] spreading [[τόλμα]] δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς [[δύναμις]] ἕσποιτο (O. 9.82) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀμφιλαφής]] <br /> <b>1</b> [[wide]] spreading [[τόλμα]] δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς [[δύναμις]] ἕσποιτο (O. 9.82) | |sltr=[[ἀμφιλαφής]] <br /> <b>1</b> [[wide]] spreading [[τόλμα]] δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς [[δύναμις]] ἕσποιτο (O. 9.82) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 17 August 2017
English (LSJ)
ές, (prob. from [root ] λαφ-, cf. εἴ-ληφ-α; so)
A taking in on all sides, wide-spreading, of large trees. Hdt.4.172; πλάτανος . . ἀ. τε καὶ ὑψηλή Pl.Phdr.230b. 2 thickly grown, thick, ἀ. ἄλσος δένδρεσιν Call.Cer.27, cf. Ael.NA7.6; also of hair, Philostr. Jun.Im.8, etc.; ἀ. φολίδεσσι δράκων Nonn.D.5.153. 3 generally, abundant, enormous, δύναμις Pi.O.9.82; βρονταί, χιών, Hdt.4.28,50; δόσις ἀ. a bounteous gift, A.Ag.1015; γόος ἀ. loud wail, Ch.331; πήματα Id.Fr.149A; κατάλυσις Jul.Ep.36. Adv. -φῶς copiously, Plu. Eum.6; ἀ. ἔχειν, c. gen., Alciphr.3.60. 4 bulky, huge, ἐλέφαντες Hdt.3.114; ἵππος A.R.4.1366; νῆσος ib.983; παστάς Theoc.24.46; χορός Call.Dian.3, etc. b (as if Passive, held on all sides), palpable, Dam.Pr.13,111. 5 rarely of persons, ἀ. τέχνῃ great in art, Call.Ap.42; ἀ. τὴν διάνοιαν Dam. ap. Suid.—Not in Hom. or in Early Prose.
German (Pape)
[Seite 140] ές, von alten Gramm. durch ἀμφιλαβής erklärt, umfassend (ohne daß man mit Suid. an ἀμφοτέραις χερσὶ λαμβάνειν zu denken hat), ausgedehnt, δύναμις Pind. Ol. 9, 88; βρονταί, gewaltiger Donner, Her. 4, 28; χιών 4, 50; von Bäumen, deren Zweige sich weit nach allen Seiten ausdehnen, 3, 114. 4, 172; πλάτανος Plat. Phaedr. 230 b; Ap. Rh. 2, 733; Thall. 3 (VI, 170) u. sp. D., ἄμπελοι Luc. Am. 12; von Gesträuch, Ael. N. A. 7, 6. Von weit sich erstreckenden Ländereien, κτήματα Herodian. 7, 12, 14; ἀμφιλαφὲς ἄλσος δένδρεσιν, ein mit Bäumen dicht bewachsener Hain, Call. Cer. 27; so wohl βουνὸς ἀμφ., dicht bewachsener Hügel, Plut. Syll. 16; νῆσος Ap. Rh. 4, 983. Auch von Thieren, groß, ἐλέφαντες Her. 3, 114; ἵππος Ap. Rh. 4, 1366; δόσις, reichlich, Aesch. Ag. 986; ἀφορμαὶ μέμψεων Luc. rhet. pr. 22; δεῖπνον, ἑστίασις, Ael. N. A. 3, 21. 9, 7; ὠφέλεια Plut. Flam. 5; Callim. Ap. 42 Ἀπόλλων τέχνῃ ἀμφιλαφής, von umfassender Kunst. Eigenthümlichere Vrbdgn sind: γόος, von beiden Seiten erhobene Trauerklage, Aesch. Ch. 328; παστάς, ringum eingeschlossen, Theocr. 24, 46; wenn es nicht auch hier geräumig ist; χορός Callim. Dian. 3, = κύκλιος. – Adv. ἀμφιλαφῶς τῶν πεδίων κομώντων, reich belaubt, Plut. Eum. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλᾰφής: -ές, (πιθ. ἐκ √ΛΑΒ, πρβλ. εἴληφα· ἑπόμ.) ὁ πανταχόθεν περιβάλλων, ὁ ἐπ’ εὖρος ἐκτεινόμενος, ἐξαπλούμενος, ἀμφιλαβής, ἐπὶ μεγάλων δένδρων, Ἡρόδ. 4. 172· πλάτανος ... ἀμφ. τε καὶ ὑψηλὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β, διό, 2) πυκνός, κατάφυτος, ἀμφ. ἄλσος δένδρεσιν Καλλ. εἰς Δήμ. 27, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 6· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς κόμης, Φιλόστρ. 873, κτλ., ἀμφ. φολίδεσσι δράκων Νόνν. Δ. 5. 153. 3) ἐν γένει, ἄφθονος, ὑπερβολικός, μέγας, ἐξαίσιος, δύναμις Πινδ. Ο. 9. 122· βρονταί, χιὼν Ἡρόδ. 4. 28, 50· δόσις ἀμφ., δῶρον μεγαλοπρεπές, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1015· γόος ἀμφ., γενικὸς θρῆνος, ὁ αὐτ. Χο. 331: - Ἐπίρρ.-φῶς, ἀφθόνως, πλουσιοπαρόχως, Πλουτ. Εὐμ. 6, κτλ.: ἀκολούθως, 4) ἐπὶ μεγέθους πραγματικοῦ, ὑπερμεγέθης, πελώριος, ἐλέφαντες Ἡρόδ. 3. 114: ἵππος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1366· νῆσος αὐτόθι 983· παστὰς Θεόκρ. 24. 46· χορὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 3, κτλ. 5) σπανίως ἐπὶ προσ., ἀμφιλαφὴς τέχνῃ, μέγας ἐν τῇ τέχνῃ, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 42. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ., Βλωμφίλδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 985. - Κυρίως ποιητ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qui prend (la place) tout alentour ; grand, fort.
Étymologie: ἀμφί, λαμβάνω.
English (Slater)
ἀμφιλαφής
1 wide spreading τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο (O. 9.82)
English (Slater)
ἀμφιλαφής
1 wide spreading τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο (O. 9.82)