δρόσος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> rosée ; <i>fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.)</i> ; duvet naissant;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> eau, <i>particul.</i> eau de mer, eau de fleuve, eau de source;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> tout liquide.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> rosée ; <i>fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.)</i> ; duvet naissant;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> eau, <i>particul.</i> eau de mer, eau de fleuve, eau de source;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> tout liquide.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{Slater
|sltr=[[δρόσος]] (ἡ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dew]] met. φιάλαν [[ἔνδον]] ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. [[wine]] (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of [[praise]] (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δρόσος]] (ἡ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dew]] met. φιάλαν [[ἔνδον]] ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. [[wine]] (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of [[praise]] (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)
|sltr=[[δρόσος]] (ἡ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dew]] met. φιάλαν [[ἔνδον]] ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. [[wine]] (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of [[praise]] (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρόσος Medium diacritics: δρόσος Low diacritics: δρόσος Capitals: ΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: drósos Transliteration B: drosos Transliteration C: drosos Beta Code: dro/sos

English (LSJ)

ἡ,

   A dew, Hdt.2.68, Pl.Ti.59e: pl., A.Ag.336, S.Aj.1208 (lyr.), etc.    2 in Poets, pure water, ποντία δ. A.Eu.904; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT255, 1192; ποταμίᾳ δ. Id.Hipp.127 (lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78; ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA182 (lyr.); δρόσος alone, Ἀχελῴου δ. Id.Andr.167; καθαραῖς δρόσοις Id.Ion 96 (lyr.); ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339.    3 of other liquids, δ. ἀμπέλου Pi.O.7.2; δ. φοινία A.Ag.1390, etc.; ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19; δ. καλάμου sugar, Antyll. ap. Orib.10.27.18: metaph., δρόσος κώμων Pi.P. 5.99.    4 down on the cheek, δ. καὶ χνοῦς Ar.Nu.978, cf. Plu.2.79d.    II metaph., the young of animals, A.Ag.141 (lyr., pl.): in sg., δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, θαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῦς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.

Greek (Liddell-Scott)

δρόσος: ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε ὡσαύτως ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ λέξις εἶνε ἕρση, ἐέρση. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὕδωρ, ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις αὐτόθι 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· ὡσαύτως μόνον δρόσος, Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., δρόσος ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. rosée ; fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.) ; duvet naissant;
II. p. ext.
1 eau, particul. eau de mer, eau de fleuve, eau de source;
2 en gén. tout liquide.
Étymologie: DELG étym. obscure.

English (Slater)

δρόσος (ἡ)
   1 dew met. φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. wine (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of praise (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)

English (Slater)

δρόσος (ἡ)
   1 dew met. φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ i. e. wine (O. 7.2) μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾶ ῥανθεισᾶν i. e. by songs of praise (P. 5.99) τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ (τοῖς ὕμνοις) Σ) (I. 6.64)