ἐξελέγχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> [[ἐξελήλεγμαι]] <i>ou</i> ἐξήλεγμαι;<br /><b>1</b> réfuter, confondre ; <i>en gén.</i> convaincre (d’une faute, d’un crime, <i>etc.</i>) : τινά [[τι]] qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι [[ὑπό]] τινος être convaincu par qqn <i>ou</i> par qch ; ἐξελέγχεται [[κάκιστος]] [[ὤν]] EUR il est convaincu d’être très pervers;<br /><b>2</b> fournir une preuve : [[ἐς]] τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);<br /><b>3</b> vérifier : [[ἐξ]]. τινὰ [[εἰ]] PLUT sonder <i>litt.</i> éprouver) qqn pour voir si.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλέγχω]].
|btext=<i>pf. Pass.</i> [[ἐξελήλεγμαι]] <i>ou</i> ἐξήλεγμαι;<br /><b>1</b> réfuter, confondre ; <i>en gén.</i> convaincre (d’une faute, d’un crime, <i>etc.</i>) : τινά [[τι]] qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι [[ὑπό]] τινος être convaincu par qqn <i>ou</i> par qch ; ἐξελέγχεται [[κάκιστος]] [[ὤν]] EUR il est convaincu d’être très pervers;<br /><b>2</b> fournir une preuve : [[ἐς]] τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);<br /><b>3</b> vérifier : [[ἐξ]]. τινὰ [[εἰ]] PLUT sonder <i>litt.</i> éprouver) qqn pour voir si.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλέγχω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐξελέγχω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[test]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[ascertain]] ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[prove]], be the [[proof]] of ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐξελέγχω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[test]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[ascertain]] ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[prove]], be the [[proof]] of ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53)
|sltr=[[ἐξελέγχω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[test]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[ascertain]] ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[prove]], be the [[proof]] of ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελέγχω Medium diacritics: ἐξελέγχω Low diacritics: εξελέγχω Capitals: ΕΞΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: exelénchō Transliteration B: exelenchō Transliteration C: ekselegcho Beta Code: e)cele/gxw

English (LSJ)

strengthd. for ἐλέγχω,

   A convict, confute, refute, Simon.75, S.OT297, Ant.399, Ar. Nu.1062; τοῖς ἔργοις τοὺς λόγους ἐ. Antipho6.47; ἐν τῷ δήμῳ ἐ. [τινά] D.21.16:—Pass., ἐπ' αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξελήλεγκται Lys.6.44; ὑπὸ τῶν εἰκότων Antipho 2.1.9; ἔκ τινος Ar.Ra.960; ἐξελεγχόμενος περί τινος Pl.Hp.Ma.304d; ὑπ' ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ Id.Ap.17b.    2 c. dupl. acc. pers. et rei, refute one in a point, ib.23a, Ly.222d:— Pass., τοσοῦτον . . ἡλίκον οὗτος νῦν ἐξελήλεγκται has been convicted of... D.21.147; οὐ τοῦτό γ' ἐξελέγχομαι I am not to blame in this, E. El.36.    3 with predicate added in part., convict one of being... ἐ. τινὰ ἀδύνατον ὄντα Pl.Grg.522d; ἐ. τινὰ τεχνάζοντα D.29.19; ἐ. τινὰ ὡς οὐ . . Pl.Grg.482b:—Pass., ἵν' ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι Heraclit.125a; κἀξελέγχεται . . κάκιστος ὤν E.Hipp.944; ἐξελέγχεται συμβεβουλευκώς D.19.5, etc.    II put to the proof, bring to the test, ὁ ἐξελέγχων . . ἀλάθειαν χρόνος Pi.O.10(11).53; in a court of justice, A.Eu.433; τὴν ποίησιν Ar.Ra.1366; ἐ. τὴν τύχην, τὰς ἐλπίδας, Plb. 21.14.4, 1.62.4; ἐ. τοὺς Θηβαίους εἰ διαμαχοῦνται Plu.Ages.19:— Pass., πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι all had had their sentiments well ascertained, D.18.23; ἃ δ' ἡ φύσις ἀεὶ ἐβούλετο, ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές was fully proved to be true, Th.3.64; χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρί Men.691.    2 Medic., find out one's weak points, Gal.15.902:— Pass., Id.6.323.    III compute, χαλκὸν μυρίον Pi.N.10.46.    IV establish a claim to, ὀγδοήκοντα τάλαντα D.38.20.

German (Pape)

[Seite 876] verstärktes simplex, überführen, widerlegen, durch eine Untersuchung ausforschen, an den Tag bringen; ἀλήθειαν Pind. Ol. 11, 55, vgl. N. 10, 46; vgl. ἃ ἡ φύσις ἀεὶ ἐβούλετο ἐξηλέγχθη εἰς τὸ ἀληθές, ist der Wahrheit gemäß ans Licht gebracht, Thuc. 3, 64; ἀλλ' ἐξέλεγχε, κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην Aesch. Eum. 411; wie κρῖνε κἀξέλεγχε Soph. Ant. 395; τινά O. R. 297; Eur. I. A. 335 u. öfter; φράσον καί μ' ἐξέλεγξον Ar. Nubb. 1045; εἰ ψεύδομαι, ἐξέλεγχε Plat. Conv. 217 b; τοῦτό γε ἐξηλέγξαμεν ὅτι οὐδὲν πλέον Euthyd. 288 e; καὶ τοῦτό γε ᾠόμεθα ἐξελέγξαι ἡμᾶς Lys. 222 d, hierin, vgl. Apol. 23 a; mit dem partic., τινὰ ἀδύνατον ὄντα Gorg. 522 d, daß er nicht im Stande sei; τινὰ τεχνάζοντα Dem. 29, 19; ποιῶν ἐξελήλεγκται 2, 8, wie τὰ τῆς δυνάμεως κακῶς ἔχοντα ἐξελεγχθήσεται ib. 13; ἐπ' αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξηλεγμένοι Lys. 6, 44; öfter bei Folgdn; – οὐ δὴ τοῦτό γε ἐξελέγχομαι, in dieser Hinsicht wenigstens hat man mir Nichts vorzuwerfen, Eur. El. 36. – Bei Pol. τύχην u. ä., versuchen, erproben, 21, 11, 4; τοὺς Θηβαίους, εἰ διαμαχοῦνται Plut. Ages. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελέγχω: ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἐλέγχω, ἀποδεικνύω ἔνοχον, ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, Σιμωνίδ. 75, Σοφ. Ο.Τ. 297· ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Ἀντ. 399· ἀνασκευάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 1062· τοῖς ἔργοις τοὺς λόγους ἐξ. Ἀντιφῶν 147. 6· ἐν τῷ δήμῳ ἐξελ. τινὰ Δημ. 519. 21: - Παθ., ἐπ’ αἰτίᾳ τινὶ ἐξελέγχεσθαι Λυσ. 107. 8· ὑπ’ εἰκότων Ἀντιφῶν 116. 7· ἔκ τινος Ἀριστοφ. Βάτρ. 960· ἀποδεικνύομαι, ἐξελεγχόμενος περὶ τοῦ καλοῦ, ὅτι οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο ὅ τί ποτ’ ἔστιν οἶδα Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304D· ὑπ’ ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ, ἀναιρεθήσονται ὑπ’ ἐμοῦ διὰ τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτὸς Ἀπολ. 17Β. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσώπου ἢ πράγμ., ἀποδεικνύω τινὰ ὅτι δὲν γιγνώσκει τι, ταῦτα αὐτὸν εἶναι σοφόν, ἃ ἂν ἄλλον ἐξελέγξω αὐτόθι 23Α, Λυσ. 222D: - Παθ., τοσοῦτον... ἡλίκον οὗτος νῦν ἐξελήλεγκται, ἀπεδείχθη νῦν ὅτι εἶναι ἔνοχος, Δημ. 562. 8· οὐ τοῦτό γ’ ἐξελέγχομαι, εἰς τοῦτο βεβαίως ἐγὼ δὲν πταίω, Εὐρ. Ἠλ. 36. 3) μετὰ κατηγορουμένου κατὰ μετοχ., εἰ μὲν οὖν ἐμέ τις ἐξελέγχοι ταύτην τὴν βοήθειαν ἀδύνατον ὄντα ἐμαυτῷ καὶ ἄλλῳ βοηθεῖν Πλάτ. Γοργ. 522D· οὕτως, ἐξελέγχειν τινὰ ὡς... αὐτόθι 482Β: - Παθ., κἀξελέγχεται... κάκιστος ὢν Εὐρ. Ἱππ. 944· ἐξελέγχεται συμβεβουλευκὼς Δημ. 242. 26. ΙΙ. φέρω εἰς τὸ φανερόν, ὅ τ’ ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος, «καὶ ὁ χρόνοςμόνος τὴν ἀλήθειαν ἀποδεικνύων φανερῶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 11 (10). 65· ἐν δικαστηρίῳ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· πειρῶμαι, δοκιμάζω, μήτε τὴν τύχην λίαν ἐξελέγχειν Πολύβ. 21. 11, 4, κτλ.· ἐξ. τοὺς Θηβαίους εἰ διαμαχοῦνται Πλουτ. Ἀγησ. 19: - Παθ., πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι, πάντων αἱ διαθέσεις ἦσαν καλῶς ἐγνωσμέναι, Δημ. 233. 3· ἃ δ’ ἡ φύσις ἀεὶ ἐβούλετο ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές, ὅσα δὲ ἡ ἔμφυτος ἡμῶν διάθεσις διαρκῶς ἐπεθύμει ἐφανερώθησαν κατὰ τὴν ἀληθῆ αὐτῶν ὄψιν, Θουκ. 3. 64· δοκιμάζομαι, χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρὶ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον (τὰ χαλκᾶ σκεύη) οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν Πινδ. Ν. 10. 5.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἐξελήλεγμαι ou ἐξήλεγμαι;
1 réfuter, confondre ; en gén. convaincre (d’une faute, d’un crime, etc.) : τινά τι qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι ὑπό τινος être convaincu par qqn ou par qch ; ἐξελέγχεται κάκιστος ὤν EUR il est convaincu d’être très pervers;
2 fournir une preuve : ἐς τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);
3 vérifier : ἐξ. τινὰ εἰ PLUT sonder litt. éprouver) qqn pour voir si.
Étymologie: ἐξ, ἐλέγχω.

English (Slater)

ἐξελέγχω
   1 test
   a ascertain ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.46)
   b prove, be the proof of ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53)

English (Slater)

ἐξελέγχω
   1 test
   a ascertain ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.46)
   b prove, be the proof of ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53)