κατερέω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fut. ion. de</i> [[κατερῶ]].
|btext=<i>fut. ion. de</i> [[κατερῶ]].
}}
{{Slater
|sltr=[[κατερέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> I shall [[proclaim]] ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. [[Αἴγινα]]) (Pae. 6.129)
}}
{{Slater
|sltr=[[κατερέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> I shall [[proclaim]] ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. [[Αἴγινα]]) (Pae. 6.129)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερέω Medium diacritics: κατερέω Low diacritics: κατερέω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kateréō Transliteration B: katereō Transliteration C: katereo Beta Code: katere/w

English (LSJ)

Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —

   A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a.    2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25.    II declare, πόθεν . . Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).

Greek (Liddell-Scott)

κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα˙- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8˙ τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β˙ τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7˙ κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

fut. ion. de κατερῶ.