ἀλάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἀλήθεια]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἀλήθεια]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰλᾱθεια</b> (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[truth]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ [[πετοῖσαι]] (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]] (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ [[τις]] ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] (v. l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; [[ἄγχιστα]] βαῖνον, χρήματα χρήματ [[ἀνήρ]]” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pro pers. [[θυγάτηρ]] Ἀλάθεια [[Διός]] (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.
}}
}}

Revision as of 14:27, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάθεια Medium diacritics: ἀλάθεια Low diacritics: αλάθεια Capitals: ΑΛΑΘΕΙΑ
Transliteration A: alátheia Transliteration B: alatheia Transliteration C: alatheia Beta Code: a)la/qeia

English (LSJ)

ἀλᾱθής, Dor. for ἀλήθ-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. ἀντὶ ἀλήθεια, ἀληθής.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀλήθεια.

English (Slater)

ᾰλᾱθεια (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια)
   1 truth
   a τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10)
   b pro pers. θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.