ἀμευσιεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
|lstext='''ἀμευσιεπής''': -ές, [[φροντίς]]: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν [[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμευσιεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[surpassing]] words, faster [[than]] words ἀμευσιεπῆ φροντίδα ([[ταχέως]] εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.
}}
}}

Revision as of 14:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσιεπής Medium diacritics: ἀμευσιεπής Low diacritics: αμευσιεπής Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: ameusiepḗs Transliteration B: ameusiepēs Transliteration C: amefsiepis Beta Code: a)meusieph/s

English (LSJ)

ές,

   A surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής
   1 surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.