ἄβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_15)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄβρωτος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ μὴ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βρῶσιν, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τροφὴν Κτησ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 49. 7. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 28, 1, καὶ ἄλλ., ὀστᾶ. Μεν. Δύσκ. 3: ― περὶ ξύλου: μὴ βλαπτομένου ὑπὸ σκωλήκων Θεόφρ. Ἱ. Φ. 5. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ φαγών: ἄβρ., ἄποτος, Χαρίτων 6. 3 τέλ. πρβλ. [[ἀβρώς]].
|lstext='''ἄβρωτος''': -ον, ([[βιβρώσκω]]) ὁ μὴ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βρῶσιν, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τροφὴν Κτησ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 49. 7. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 28, 1, καὶ ἄλλ., ὀστᾶ. Μεν. Δύσκ. 3: ― περὶ ξύλου: μὴ βλαπτομένου ὑπὸ σκωλήκων Θεόφρ. Ἱ. Φ. 5. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ φαγών: ἄβρ., ἄποτος, Χαρίτων 6. 3 τέλ. πρβλ. [[ἀβρώς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no comido]] ἄβρωτον ... κνώπεσσι Nic.<i>Fr</i>.74.44, οὐδὲν ἄ. περιλείποντες Porph.<i>Abst</i>.2.27<br /><b class="num">•</b>de la madera [[no carcomida]] Thphr.<i>HP</i> 5.1.2<br /><b class="num">•</b>de los dientes [[no cariado]] μύλαι <i>Cyran</i>.1.1.70<br /><b class="num">•</b>pero prob. [[no desgastado]] ξηρίον ὀδόντων λευκῶν καὶ ἀβρώτων polvo para dientes blancos y no desgastados e.e. para blanquear y que no se desgasten</i>, <i>PRain.Med</i>.7.1 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no se come o no se puede comer]], [[incomible]] κρέα Ctes.45 (p.506), de peces, Arist.<i>HA</i> 618<sup>a</sup>1, τὴν ὀσφῦν ἄκραν καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ' ἄβρωτα Men.<i>Dysc</i>.452, cf. Phain.46, Thphr.<i>HP</i> 3.12.2, LXX <i>Pr</i>.24.22e.<br /><b class="num">3</b> [[que no come]], [[que ayuna]] de pers. S.<i>Fr</i>.967, ἄ., [[ἄποτος]] Charito 6.3.9, cf. Poll.6.39, Sch.Luc.<i>Halc</i>.p.407G.
}}
}}

Revision as of 11:43, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβρωτος Medium diacritics: ἄβρωτος Low diacritics: άβρωτος Capitals: ΑΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: ábrōtos Transliteration B: abrōtos Transliteration C: avrotos Beta Code: a)/brwtos

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω)

   A uneatable, not good for food, κρέα Ctes.Fr.57.26, cf. Arist.HA618a1, Phanias Hist.34, Thphr.HP3.12.2; ὀστᾶ Men.129.    2 not eaten, Nic.Fr.74.44; οὐθὲν ἄ. περιλείποντες Porph.Abst.2.27:—of wood, not eaten by worms, Thphr.HP 5.1.2.    II of persons, without eating, S.Fr.967; ἄ., ἄποτος Charito 6.3.

German (Pape)

[Seite 5] 1) ungegessen. ἕντερα Aenigm. 20 (XIV. 57); ἄβ. πρότερον καὶ ἄγευστον, was früher nicht gegessen wurde, Plut. Hymp. 8, 9, 3; – nicht zu essen, όστᾶ Men. Ath. IV, 146 e; ἰχθὺν ἄβρωτον ποιεῖ Plut. praec. conj. 5; Epict. 3, 21, 2 u. a Sp. – 2) der nicht gegessen hat, Soph. frg. bei Poll. 6, 39 (νῆστις); Charit. 6, 39

Greek (Liddell-Scott)

ἄβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ μὴ ἐπιτήδειος εἰς βρῶσιν, ἀκατάλληλος πρὸς τροφὴν Κτησ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 49. 7. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 28, 1, καὶ ἄλλ., ὀστᾶ. Μεν. Δύσκ. 3: ― περὶ ξύλου: μὴ βλαπτομένου ὑπὸ σκωλήκων Θεόφρ. Ἱ. Φ. 5. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ φαγών: ἄβρ., ἄποτος, Χαρίτων 6. 3 τέλ. πρβλ. ἀβρώς.

Spanish (DGE)

-ον
1 no comido ἄβρωτον ... κνώπεσσι Nic.Fr.74.44, οὐδὲν ἄ. περιλείποντες Porph.Abst.2.27
de la madera no carcomida Thphr.HP 5.1.2
de los dientes no cariado μύλαι Cyran.1.1.70
pero prob. no desgastado ξηρίον ὀδόντων λευκῶν καὶ ἀβρώτων polvo para dientes blancos y no desgastados e.e. para blanquear y que no se desgasten, PRain.Med.7.1 (IV d.C.).
2 que no se come o no se puede comer, incomible κρέα Ctes.45 (p.506), de peces, Arist.HA 618a1, τὴν ὀσφῦν ἄκραν καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ' ἄβρωτα Men.Dysc.452, cf. Phain.46, Thphr.HP 3.12.2, LXX Pr.24.22e.
3 que no come, que ayuna de pers. S.Fr.967, ἄ., ἄποτος Charito 6.3.9, cf. Poll.6.39, Sch.Luc.Halc.p.407G.