βετεράνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_5)
 
(big3_8)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βετεράνος''': βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.
|lstext='''βετεράνος''': βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[οὐετρανός]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

βετεράνος: βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.

Spanish (DGE)

v. οὐετρανός.