ἀνάπαυμα: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπαυμα''': ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν [[ἄμπαυμα]] μεριμνέων Θέογν. 343. 2) [[τόπος]] ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις [[ἀνάπαυμα]]» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623. | |lstext='''ἀνάπαυμα''': ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν [[ἄμπαυμα]] μεριμνέων Θέογν. 343. 2) [[τόπος]] ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις [[ἀνάπαυμα]]» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἄμπ- Hes.<i>Th</i>.55, Thgn.343<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[descanso]], [[reposo]], [[pausa]] c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων <i>Lyr.Adesp</i>.8c, <i>TAM</i> 4.303, πλάτας E.<i>Fr</i>.1.3.13 Bond.<br /><b class="num">2</b> [[lugar de descanso]], [[sitio para descansar]], <i>AP</i> 16.228 (Anyt.), de una tumba <i>CIG</i> 4623 (Siria), cf. <i>Epigr.Gr</i>.453.3.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[barbecho]] ἐν ἀ[ναπ] αύ[μα] τι <i>PTeb</i>.61b.385 (II a.C.), <i>PLond</i>.3.1223.8 (II d.C.), <i>BGU</i> 1092.16 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[campo en barbecho]], <i>PTeb</i>.115.3 (II a.C.), <i>PFay</i>.112.4 (I d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
poet. ἄμπ-, ατος, τό,
A repose, rest, μερμηράων Hes. Th.55; κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343; μόχθων Lyr.Oxy.9iii4; πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14. 2 resting-place, APl.4.228 (Anyte); of a tomb, CIG4623 (Syria), cf. Epigr.Gr.453.3. II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.). 2 the state of such land, ἐν ἀναπαύματι or ἀναπαύμασι PTeb.61a385 (ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 200] τό, die Ruhe, Erholung, Hes. ἄμπαυμα μερμηράων Th. 55; öfter bei sp. D., z. B. Anyt. 7 (Plan. 228).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Θέογν. 343. 2) τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις ἀνάπαυμα» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄμπ- Hes.Th.55, Thgn.343
I 1descanso, reposo, pausa c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων Lyr.Adesp.8c, TAM 4.303, πλάτας E.Fr.1.3.13 Bond.
2 lugar de descanso, sitio para descansar, AP 16.228 (Anyt.), de una tumba CIG 4623 (Siria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II 1barbecho ἐν ἀ[ναπ] αύ[μα] τι PTeb.61b.385 (II a.C.), PLond.3.1223.8 (II d.C.), BGU 1092.16 (IV d.C.).
2 campo en barbecho, PTeb.115.3 (II a.C.), PFay.112.4 (I d.C.).