διατανύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_1) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατανύω''': [[διατείνω]], διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601. | |lstext='''διατανύω''': [[διατείνω]], διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(διατᾰνύω) <b class="num">1</b> [[extender totalmente]] (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[estirarse]] μετὰ χάσμης Sch.Luc.<i>Lex</i>.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
A = διατείνω, διὰ πτερὰ . . τανύσσας A.R.4.601.
Greek (Liddell-Scott)
διατανύω: διατείνω, διὰ πτερὰ… τανύσσας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 601.
Spanish (DGE)
(διατᾰνύω) 1 extender totalmente (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.
2 en v. med. estirarse μετὰ χάσμης Sch.Luc.Lex.21.