ἀποτορεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(6_20) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτορεύω''': ποιῶ τι γλαφυρόν, κομψὸν ὡς διὰ σμίλης, οὐκ ἀποτορεύοντες λέξεις οὐδὲ σμιλεύοντες ἐννοίας Εὐστ. Πονήματ. 106. 28. | |lstext='''ἀποτορεύω''': ποιῶ τι γλαφυρόν, κομψὸν ὡς διὰ σμίλης, οὐκ ἀποτορεύοντες λέξεις οὐδὲ σμιλεύοντες ἐννοίας Εὐστ. Πονήματ. 106. 28. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[tallar]], [[cincelar]] τὰς κέγχρους como absurdo, Iul.<i>Or</i>.2.111d, cf. Ph.1.505 (cód.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
dub. l. for sq., Ph.1.505 (Pass.), Jul.Or.3.112a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτορεύω: ποιῶ τι γλαφυρόν, κομψὸν ὡς διὰ σμίλης, οὐκ ἀποτορεύοντες λέξεις οὐδὲ σμιλεύοντες ἐννοίας Εὐστ. Πονήματ. 106. 28.
Spanish (DGE)
tallar, cincelar τὰς κέγχρους como absurdo, Iul.Or.2.111d, cf. Ph.1.505 (cód.).