διμοιρία: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />double part, double ration.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />double part, double ration.<br />'''Étymologie:''' [[δίμοιρος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(δῐμοιρία) -ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de bienes y dinero [[parte doble]], [[porción doble]] ὑπέσχετο ... τῷ δὲ λοχαγῷ διμοιρίαν X.<i>An</i>.7.2.36, διμοιρίαν ἢ τριμοιρίαν φέρεσθαι δίκαιος es justo que reciba el doble o el triple</i> Luc.<i>Tim</i>.57, asignada al primogénito en los testamentos <i>BGU</i> 136.8 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[paga doble]] οὓς δ' ἂν ὁρᾷ ... φιλοκινδύνως ἔχοντας πρὸς τοὺς πολέμους, τιμᾷ ... διμοιρίαις X.<i>HG</i> 6.1.6.<br /><b class="num">2</b> de comidas y bebidas [[porción doble]], [[ración doble]] διμοιρίᾳ γε ἐπὶ τῷ δείπνῳ ἐτίμησεν X.<i>Lac</i>.15.4, διμοιρίαν ... λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις X.<i>Ages</i>.5.1, de vino ἔγχει ... τῆς σεμνῆς θεᾶς καὶ τοῦ γλυκυτάτου βασιλέως διμοιρίαν Antiph.81.5<br /><b class="num">•</b>como privilegio en sacrificios o comidas rituales ὑπάρχειν ... αὐτῷ ... σείτησιν τὴν ἐν τῷ θόλῳ καὶ πρυτανείῳ ἐπὶ διμοιρίᾳ <i>SEG</i> 30.82.6, 32 (Atenas III a.C.), cf. 14.656.44 (Caunos II a.C.), <i>IEphesos</i> 4337.15 (I d.C.), ἀ χελληστὺς στεφάνοι Πραξίκλην ... διμοιρίᾳ καὶ σαρκὶ βοείᾳ πενταμναίῳ <i>OGI</i> 78.21 (Metimna III a.C.), cf. <i>SEG</i> 40.688.9 (Tenos IV/III a.C.), λήψεται δὲ ἐν ταῖς συναγωγαῖς πάσαις διμοιρίαν <i>IMylasa</i> 942.11 (Casoso, heleníst.).<br /><b class="num">3</b> milit. [[escuadra desdoblada]] o [[media escuadra]] c. un contingente de doce hombres, Ascl.<i>Tact</i>.2.2, Ael.<i>Tact</i>.5.2, Arr.<i>Tact</i>.6.2.<br /><b class="num">II</b> [[dos partes de tres]], [[dos tercios]], [[dos terceras partes]] μεριζομένων εἰς τρεῖς κλήρους τῶν λαφύρων τοὺς μὲν ὑπηκόους τε καὶ ἐπηλύδας διμοιρίας λαμβάνειν de modo que dividido el botín en tres partes los súbditos y los extranjeros recibían dos de ellas</i> D.H.8.77.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρία Medium diacritics: διμοιρία Low diacritics: διμοιρία Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: dimoiría Transliteration B: dimoiria Transliteration C: dimoiria Beta Code: dimoiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A double share, X.An.7.2.36, Lac.15.4; δ. βασιλέως Antiph.81.5; double pay, X.HG6.1.6 (pl.).    2 two-thirds, D.H.8.77, BGU136.8 (pl., ii A. D.).    II = ἡμιλόχιον, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2, Arr.Tact.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρία: ἡ, διπλοῦν μερίδιον, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 36, Λακ. 15, 4· δ. βασιλέως Ἀντιφ. Διδυμ. 3· διπλοῦς μισθός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. 2) τὰ δύο τρίτα, Διον. Ἁλ. 8. 77. ΙΙ. = ἡμιλοχία, Αἰλ. Τακτ. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
double part, double ration.
Étymologie: δίμοιρος.

Spanish (DGE)

(δῐμοιρία) -ας, ἡ
I 1de bienes y dinero parte doble, porción doble ὑπέσχετο ... τῷ δὲ λοχαγῷ διμοιρίαν X.An.7.2.36, διμοιρίαν ἢ τριμοιρίαν φέρεσθαι δίκαιος es justo que reciba el doble o el triple Luc.Tim.57, asignada al primogénito en los testamentos BGU 136.8 (II d.C.)
paga doble οὓς δ' ἂν ὁρᾷ ... φιλοκινδύνως ἔχοντας πρὸς τοὺς πολέμους, τιμᾷ ... διμοιρίαις X.HG 6.1.6.
2 de comidas y bebidas porción doble, ración doble διμοιρίᾳ γε ἐπὶ τῷ δείπνῳ ἐτίμησεν X.Lac.15.4, διμοιρίαν ... λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις X.Ages.5.1, de vino ἔγχει ... τῆς σεμνῆς θεᾶς καὶ τοῦ γλυκυτάτου βασιλέως διμοιρίαν Antiph.81.5
como privilegio en sacrificios o comidas rituales ὑπάρχειν ... αὐτῷ ... σείτησιν τὴν ἐν τῷ θόλῳ καὶ πρυτανείῳ ἐπὶ διμοιρίᾳ SEG 30.82.6, 32 (Atenas III a.C.), cf. 14.656.44 (Caunos II a.C.), IEphesos 4337.15 (I d.C.), ἀ χελληστὺς στεφάνοι Πραξίκλην ... διμοιρίᾳ καὶ σαρκὶ βοείᾳ πενταμναίῳ OGI 78.21 (Metimna III a.C.), cf. SEG 40.688.9 (Tenos IV/III a.C.), λήψεται δὲ ἐν ταῖς συναγωγαῖς πάσαις διμοιρίαν IMylasa 942.11 (Casoso, heleníst.).
3 milit. escuadra desdoblada o media escuadra c. un contingente de doce hombres, Ascl.Tact.2.2, Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2.
II dos partes de tres, dos tercios, dos terceras partes μεριζομένων εἰς τρεῖς κλήρους τῶν λαφύρων τοὺς μὲν ὑπηκόους τε καὶ ἐπηλύδας διμοιρίας λαμβάνειν de modo que dividido el botín en tres partes los súbditos y los extranjeros recibían dos de ellas D.H.8.77.