διοπτεύω: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(Autenrieth) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only fut. [[part]]., διοπτευσων, to [[spy]] [[about]], Il. 10.451†. | |auten=only fut. [[part]]., διοπτευσων, to [[spy]] [[about]], Il. 10.451†. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[espiar]] (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8<br /><b class="num">•</b>[[observar con detenimiento]] στέγος S.<i>Ai</i>.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, [[ἄγαλμα]] Nonn.<i>D</i>.5.599<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.<i>Cyr</i>.8.2.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[fijar la vista]] ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.<i>AI</i> 15.412.<br /><b class="num">2</b> [[ver a través]] por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.<br /><b class="num">3</b> [[observar con un instrumento de precisión]] διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero <i>Bel</i>.86.7, cf. <i>Dioptr</i>.12, Procl.<i>Hyp</i>.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.<i>Alm</i>.5.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
A watch accurately, spy about, ἠὲ διοπτεύσων Il.10.451; look into, στέγος S.Aj.307, cf. Antipho Soph.6, CritiasFr.53 D.; δ. τί . . X.Cyr.8.2.10: c. acc., D.C. 52.37:—Pass., to be overlooked by a neighbour, Agath.5.6. II take a sight, διὰ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος Hero Bel.86.7; esp. through the διόπτρα, Id.Dioptr.4.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεύω: ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, ἐξετάζω, στέγος Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε διοπεύω. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
French (Bailly abrégé)
1 épier, espionner;
2 discerner, distinguer;
3 être inspecteur d’un navire.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
English (Autenrieth)
only fut. part., διοπτευσων, to spy about, Il. 10.451†.
Spanish (DGE)
1 espiar (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Il.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8
•observar con detenimiento στέγος S.Ai.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, ἄγαλμα Nonn.D.5.599
•c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.Cyr.8.2.10
•abs. fijar la vista ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.AI 15.412.
2 ver a través por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.
3 observar con un instrumento de precisión διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero Bel.86.7, cf. Dioptr.12, Procl.Hyp.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1.