βιολογικός: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6_11) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς βιολόγον, Σουΐδ ἐν λέξει Φιλιστίων. | |lstext='''βιολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς βιολόγον, Σουΐδ ἐν λέξει Φιλιστίων. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[de costumbres]] κωμῳδίαι e.d. mimos</i> Sud.s.u. Φιλιστίων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of a βιολόγος, κωμῳδίαι, = μῖμοι, Suid. s.v. Φιλιστίων.
Greek (Liddell-Scott)
βιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς βιολόγον, Σουΐδ ἐν λέξει Φιλιστίων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de costumbres κωμῳδίαι e.d. mimos Sud.s.u. Φιλιστίων.